ἐκπεριπλέω

From LSJ
Revision as of 18:56, 9 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ἐκ" to "ἐκ")

ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπεριπλέω Medium diacritics: ἐκπεριπλέω Low diacritics: εκπεριπλέω Capitals: ΕΚΠΕΡΙΠΛΕΩ
Transliteration A: ekperipléō Transliteration B: ekperipleō Transliteration C: ekperipleo Beta Code: e)kperiple/w

English (LSJ)

fut. ἐκπεριπλεύσομαι, to sail out round, so as to attack in flank, Plb.1.23.9; τὰς σχεδίας J.BJ3.10.9; circumnavigate, Λιβύην Arr.An.4.7.5: abs., ib.6.28.6; ταῖς ναυσί Plu.Aem. 15:—Ion. ἐκπεριπλώω, Arr.Ind.20.1.

Spanish (DGE)

náut.
I intr.
1 dar un rodeo con las naves para atacar de flanco o por la popa, Plb.1.23.9.
2 terminar el periplo, la circunnavegación ἔστε ἐπὶ τὴν Σουσιανῶν τε γῆν Arr.An.6.28.6.
II tr.
1 rodear τὰς σχεδίας I.BI 3.524, ταῖς ναυσὶ ... ἐκπεριπλεῖν καὶ κυκλοῦσθαι τὸ στρατόπεδον τῶν πολεμίων Plu.Aem.15.
2 circunnavegar τὴν Λιβύην Arr.An.4.7.5.

German (Pape)

[Seite 772] (s. πλέω), von einem Orte aus umschiffen; τὸν κόλπον Arr. An. 6, 28, 9; Pol. 1, 23, 9; ταῖς ναυσί Plut. Aem. P. 15.

French (Bailly abrégé)

naviguer autour.
Étymologie: ἐκ, περιπλέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπεριπλέω: (тж. ἐ. ταῖς ναυσί Plut.) (из какого-л. места) на корабле объезжать, огибать (κατὰ πρύμναν Polyb.; Σικελίαν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπεριπλέω: μέλλ. -πλεύσομαι καὶ -πλευσοῦμαι, περιπλέω ἔξωθεν ὥστε νὰ προσβάλω τὸν ἐχθρὸν ἐκ πλαγίων ἢ κατὰ πρύμναν, Πολύβ. 1. 23, 9· ταῖς ναυσὶ Πλουτ. Αἰμιλ. 15· πρβλ. ἐμπεριπλέω: - Ἰων. -πλώω, Ἀρρ. Ἰνδ. 20. 1.

Greek Monolingual

ἐκπεριπλέω (Α)
1. περιπλέω από απόσταση
2. περιπλέω.

Greek Monotonic

ἐκπεριπλέω: μέλ. -πλεύσομαι, περιπλέω ολόγυρα ώστε να πλήξω τον εχθρό απ' τα πλάγια, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. -πλεύσομαι
to sail out round, so as to attack in flank, Plut.