ἐξολισθαίνω

From LSJ
Revision as of 14:40, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")

Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein

Menander, Monostichoi, 370
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξολισθαίνω Medium diacritics: ἐξολισθαίνω Low diacritics: εξολισθαίνω Capitals: ΕΞΟΛΙΣΘΑΙΝΩ
Transliteration A: exolisthaínō Transliteration B: exolisthainō Transliteration C: eksolisthaino Beta Code: e)colisqai/nw

English (LSJ)

later for ἐξολισθάνω.

German (Pape)

[Seite 885] (s. ὀλισθαίνω), herausgleiten, herausschlüpfen, Eur. Phoen. 1383 Ar. Par 140; τὰς διαβολάς, den Verleumdungen entgehen, Eq. 491; dem Gedächtniß entfallen, Eccl. 286; auch τινός, Arist. H. A. 8, 2, Plut. Cat. mai. 20; auch ἐς ἡδονάς, unvermerkt dahinein gerathen, Hdn. 1, 3, 4; – τὰς ἀτόμους ἐξολισθεῖν καὶ διαλυθῆναι, auseinanderkommen, Plut. Pyth. or. 8.

French (Bailly abrégé)

1 dévier ou s'écarter en glissant;
2 fig. glisser hors de, échapper.
Étymologie: ἐξ, ὀλισθαίνω.

Greek Monolingual

(AM ἐξολισθαίνω και ἐξολισθάνω) ολισθάνω
1. ξεφεύγω από τη θέση μου, ξεγλιστρώ
2. φεύγω από τον ίσιο δρόμο, παρεκτρέπομαι
αρχ.
1. ξεφεύγω, διαφεύγω
2. (για φύλλα) πέφτω
3. ξεφεύγω από τη μνήμη.

Russian (Dvoretsky)

ἐξολισθαίνω: атт. ἐξολισθάνω
1 выскальзывать (δι᾽ ὑγρότητα ἐ. Plut.; διὰ τὴν τραχύτητα οὐχ ἐ. Arst.): ἐκ δέ οἱ ἥπαρ ὄλισθεν Hom. у него (Троя) вывалилась печень: ὅπως σίδηρος ἐξολισθάνοι μάτην Eur. чтобы железо соскользнуло (по щиту) понапрасну, т. е. не поразив тела;
2 перен. ускользать: ἐ. διαβολάς Arph. ускользать от клеветы; ὡς μή ποτ᾽ ἐξολίσθῃ Arph. чтобы (это слово) не ускользнуло как-л., т. е. не выпало из памяти.