ἀφαυαίνω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
aor. part. A -ηνας Lyc. ap. Orib.8.25.8, PHolm.12.12, but inf. -ᾶναι Plot.4.4.32:—starve, wither, Thphr.HP3.18.9:—Pass., ib. 4.2.11; to be parched, δίψῃ ἀφαυανθήσομαι Ar.Ec.146, cf. Arist.Pr. 896a14, Lyc. ap. Orib.8.25.17; ἵνα μὴ ζητῶν τὸν σύαγρον ἀφαυανθῇς Ath.9.401e. 2 grill, roast, Hld.2.19 (prob.), Porph.Abst.4.20. (Cf. ἀπαυαίνω.)
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. part. ἀφαυάνας Ph.1.452, ἀφαυήνας Lyc.Med.262, PHolm.74, Hld.2.19.4; inf. ἀφαυᾶναι Plot.4.4.32]
I tr. en v. act.
1 desecar, secar (κιττός) πάντα ... ἀφαυαίνει (la hiedra) seca a todos (los árboles a los que se abraza), Thphr.HP 3.18.9, cf. 10, CP 3.10.8, Plot.l.c., τὰς δὲ κηκίδας ἢ τοὺς φλοιοὺς τῆς ῥοιᾶς ... ἀφαυήνας Lyc.Med.l.c., ποταμούς Ph.1.27, (βασιλίσκος) πνεύματι μόνον καὶ βλέμματι πᾶν ἀφαυαίνει Hld.3.8.2, en alquim. λεπίδα ... ἀφαυήνας habiendo secado la lámina, PHolm.l.c., fig. πενίαν ψυχῆς ... ἀφαυάνας Ph.l.c., πολλὰς ἀφαυαίνει τῶν ἡδονῶν τὸ γῆρας Plu.2.1094f.
2 chamuscar, tostar (κριὸν) ἐπὶ τοῦ πυρὸς ... ἀφαυήναντες Hld.2.19.4.
II intr. en v. act. y med.
1 en v. act. desecarse, secarse de plantas ξηραίνει γὰρ καὶ ἀφαυαίνει ὃ καλοῦσί τινες ἐξανεμοῦσθαι Thphr.HP 8.10.3.
2 en v. med.-pas. secarse, destruirse, consumirse del cordón umbilical, Arist.Pr.896a14, de plantas ὥσπερ ἀφαυαινόμενα τὰ φύλλα συμπίπτειν φασίν Thphr.HP 4.2.11, cf. Eust.858.45
•fig. secarse, consumirse δίψῃ ... ἀφαυανθήσομαι Ar.Ec.146, c. part. ἀφαυάνθην ... γελῶν me morí de risa Ar.Ra.1089, ἵνα ... μὴ ... ζητῶν τὸν σύαγρον ἀφαυανθῇς Ath.401e, de las sirenas τοὺς ἀκροωμένους ἐποίουν ἐπιλανθανομένους τῶν τροφῶν ... ἀφαυαίνεσθαι Ath.290e.
German (Pape)
[Seite 407] ausdörren, Theophr.; braten, Heliod. – Pass., verdorren, Ath. VII, 290 e; δίψει ἀφαυανθήσομαι, ich werde vor Durst verschmachten, Ar. Eccl. 146.
French (Bailly abrégé)
1 faire dessécher ; Pass. se dessécher;
2 faire griller ou rôtir.
Étymologie: ἀπό, αὑαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀφαυαίνω: досл. высушивать, иссушать, перен. разрушать, портить (ἡδονάς Plut.); pass. сохнуть, чахнуть (δίψῃ ἀφαυανθήσομαι Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀφαυαίνω: ἀφαύω, Θεοφρ. Ἱστ. Φυτ. 3. 18, 9: - Παθ., δίψῃ ἀφαυανθήσομαι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 146, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 10. 46
Greek Monolingual
ἀφαυαίνω (Α)
1. λιμοκτονώ, φθίνω, σβήνω
2. παθ. ξεραίνομαι, πεθαίνω από τη δίψα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- (< απο) + αυαίνω «ξεραίνω, μαραίνω, καταστρέφω»].