ἐκπυέω
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
English (LSJ)
suppurate, Hp.Epid.1.20, Prog.15,Epid.2.1.7:—Med., Id.Aph.7.38, Fract.27:—Pass., Id.Aph.6.20.
Spanish (DGE)
medic. supurar, formar pus, echar pus de órganos o partes del cuerpo ἐπάρματα ... οὐδ' ἐξεπύησεν las hinchazones ... no supuraron Hp.Epid.1.1, cf. 20, πρὶν ἐκπυῆσαι τὸ οὖς Hp.Prog.22, cf. 15, Heras en Gal.13.775, Gal.11.84, 12.675, 17(1).856, ἐὰν ἐκπυήσῃ τὰ οἰδήματα Gal.17(1).864
•part. subst. τὰ ἐκπυοῦντα supuraciones Hp.Epid.2.1.7
•en v. med.-pas. mismo sent. κατάρροοι ἐς τὴν ἄνω κοιλίην ἐκπυέονται ἐν ἡμέρῃσιν εἴκοσι Hp.Aph.7.38, cf. 6.20, τὰ ὦτα ... διὰ ταῦτα φθάνει ἐκπυούμενα Hp.Prog.22, τῶν σαρκῶν ἐκπυησομένων Hp.Fract.27, ἐκπυηθέντος τοῦ φύματος καὶ ῥαγέντος Steph.in Hp.Aph.2.426.33.
German (Pape)
[Seite 777] zum Eitern bringen, auch intr., eitern, Hippocr.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 tr. convertir en pus, faire suppurer;
2 intr. suppurer.
Étymologie: ἐκ, πύον.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπῡέω: ἐμπυάζω, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 956, πρβλ. Προγν. 41. 40, 1002C· - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ, ὁ αὐτ. Ἀφ. 1257. Ἐντεῦθεν ἐκπύημα, τό, ἕλκος σχηματίσαν πῦον, ὁ αὐτ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17, Προγν. 41· ἐκπύησις, ἡ, «ἔμπυασμα», ὁ αὐτ. Ἀφ. 1259, κτλ.· ἐκπυητικός, ή, όν, ὁ παράγων πῦον, ἔμπυον, αὐτόθι 1253.