ὅδιος

From LSJ
Revision as of 16:50, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὅδιος Medium diacritics: ὅδιος Low diacritics: όδιος Capitals: ΟΔΙΟΣ
Transliteration A: hódios Transliteration B: hodios Transliteration C: odios Beta Code: o(/dios

English (LSJ)

ον, (ὁδός) A belonging to a way or journey, ὄρνις ὅ. a bird of omen for the journey (or seen by the way), A.Ag.157 (lyr.); ὅ. κράτος αἴσιον ib. 104 (lyr.); Ἑρμῆς ὅ. H. the guardian of roads and travellers, whose statues stood on the road-side, Hsch. II ὅδιον, τό, travelling expenses, prob. in Inscr.Magn.52.39.

German (Pape)

[Seite 292] den Weg, die Reise betreffend; ἀπ' ὀρνίθων ὁδίων, Aesch. Ag. 152, die ein günstiges Vorzeichen für die Reise geben; ähnl. ὅδιον κράτος αἴσιον ἀνδρῶν, 104, die unter günstigen Zeichen reif'ten. – Hermes heißt so als Beschützer der Wege u. der Reisenden, Hesych. – S. auch nom. pr.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
]d'heureux augure pour le voyage.
Étymologie: ὁδός.

Russian (Dvoretsky)

ὅδιος: дорожный, путевой: ὄρνιθες ὅσιοι Aesch. птицы, предвещающие счастливый путь; ὅδιον κράτος αἴσιον Aesch. благоприятное предзнаменование для путешествия.

Greek (Liddell-Scott)

ὅδιος: -ον, (ὁδὸς) ὁ ἀνήκων εἰς ὁδὸν ἢ ὁδοιπορίαν, ὄρνις ὅδ., πτηνὸν προμηνῦόν τι διὰ τὴν ὁδοιπορίαν (ἢ ὁρώμενον καθ’ ὁδόν), Αἰσχύλ. Ἀγ. 157· οὕτω, ὅδ. κράτος αἴσιον αὐτόθι 104· οὕτως ἐν Πινδ. Ν. 9. 45, αἰσιᾶν οὐ κατ’ ὀρνίχων ὁδόν: - Ἑρμῆς ὅδ., ὁ Ἑρμῆς ὁ προστάτης τῶν ὁδῶν καὶ τῶν ὁδοιπόρων, οὗ τὰ ἀγάλματα ἵσταντο παρὰ τὴν ὁδόν, Ἡσύχ.· πρβλ. ἐνόδιος.

Greek Monotonic

ὅδιος: -ον (ὁδός), αυτός που ανήκει σε μια οδό ή μια διαδρομή, ὄρνιςὄδιος, πουλί που, ως οιωνός, προμηνύει κάτι για το ταξίδι (ή αυτό που γίνεται αντιληπτό κατά τη διαδρομή), σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ὅδιος, ον, ὁδός
belonging to a way, ὄρνις ὅδ. a bird of omen for the journey (or seen by the way), Aesch.