διμοιρίτης

From LSJ
Revision as of 15:55, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "milit" to "milit")

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐμοιρίτης Medium diacritics: διμοιρίτης Low diacritics: διμοιρίτης Capitals: ΔΙΜΟΙΡΙΤΗΣ
Transliteration A: dimoirítēs Transliteration B: dimoiritēs Transliteration C: dimoiritis Beta Code: dimoiri/ths

English (LSJ)

[ρῑ], ου, ὁ, A one who receives double pay, PLille 27.3 (iii B. C.), Men.Kol.28 (v. Sch.), Arr.An.7.23.3. 2 = Lat. duplarius, Id.Tact.42.1. II leader of a διμοιρία, Ascl.Tact.2.2, Luc.DMeretr.9.5; mate of a ship, Id.JTr.48.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Grafía: graf. διμυρ- Gloss.2.57
I milit.
1 soldado de doble paga Arr.An.6.9.3, 7.23.3, BGU 1266.40, 2386.6, PLille 27.3 (todos III a.C.), RFIC 60.1932.453 (Rodas III a.C.), Suet.Blasph.232, δ.· ὁ διπλοῦν λαμβάνων τῶν στρατιωτ(ῶν) μισθόν Sch.Men.Col.28 (ap. crít.), δ.· duplicularius, Gloss.l.c., tb. de un marinero, Luc.ITr.48
que recibe doble porción de alimento τοῖς πεπαιδευμένοις διπλάσια πάντα πεμπέσθω· ἄξιον γὰρ διμοιρίτας εἶναι Luc.Sat.15.
2 jefe de media escuadra (cf. διμοιρία I 3) Ael.Tact.5.2, Arr.Tact.6.2, 42.1, Ascl.Tact.2.2, Luc.DMeretr.9.5, Synes.Insomn.13 (p.170).
II ὁ Δ. Dimoirita n. dado a Apolinario y sus seguidores por admitir sólo dos partes de la naturaleza humana de Cristo mientras le negaban el alma racional, Epiph.Const.Anc.63, Ἀπολινάριος ὁ δ. Eust.Mon.Ep.96.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chef d'une demi-cohorte.
Étymologie: δίμοιρος.

German (Pape)

ὁ, der eine doppelte Portion, doppelten Sold erhält; Arr. An. 7.23.5; Luc. Iov. Trag. 48.
Bei Ael. tact. = Anführer einer halben Cohorte.

Russian (Dvoretsky)

διμοιρίτης: (ρῑ) получающий двойное жалованье, по друг. командующий половиной мэры (см. μοῖρα) Men., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

δῐμοιρίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἔχων διπλοῦν μερίδιον, λαμβάνων διπλοῦν μισθόν, Ἀρρ. Ἀν. 7. 23, 3. ΙΙ. ὁ ἀρχηγός μιᾶς διμοιρίας, Λουκ. Διὶ Τραγ. 48, Ἑταιρ. Διαλ. 9. 5, Συνέσ. 148C. ΙΙΙ. παρ’ Ἐκκλ. ἐπίθετον τῶν Ἀπολλιναριανῶν, οἵτινες ἐδίδασκον ὅτι ὁ Χριστὸς εἶχεν ἀνθρωπίνην ψυχήν, ἀλλὰ καθαρῶς θεῖον νοῦν, Ἐπιφ. Αἱρ. 77, Σουΐδ. ἐν λ. Ἀπολλιν-.

Greek Monolingual

ο (AM διμοιρίτης) διμοιρία
αρχηγός διμοιρίας
νεοελλ.
στρατιώτης που ανήκει σε διμοιρία
μσν.
διμορῑται
ονομασία τών οπαδών του αιρετικού Απολλιναρίου Λαοδικείας
αρχ.
αυτός που παίρνει διπλό μισθό.