καλωστρόφος

From LSJ
Revision as of 11:53, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλωστρόφος Medium diacritics: καλωστρόφος Low diacritics: καλωστρόφος Capitals: ΚΑΛΩΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: kalōstróphos Transliteration B: kalōstrophos Transliteration C: kalostrofos Beta Code: kalwstro/fos

English (LSJ)

ὁ, rope-twister, rope-maker, ropemaker, Plu.Per.12.

German (Pape)

[Seite 1315] ὁ, = καλοστρόφος, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
cordier.
Étymologie: κάλως, στρέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλωστρόφος -ου, ὁ [κάλως, στρέφω] touwslager.

Russian (Dvoretsky)

καλωστρόφος:канатчик Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰλωστρόφος: ὁ, ὁ συστρέφων, κατασκευάζων σχοινία, Πλουτ. Περικλ. 12.

Greek Monolingual

ο (Α καλωστρόφος)
αυτός που πλέκει χοντρά σχοινιά, σχοινοπλόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλως, + -στρόφος (< στρόφος < στρέφω), πρβλ. οιακοστρόφος, σχοινοστρόφος.

Greek Monotonic

κᾰλωστρόφος: ὁ, (στρέφω), αυτός που κατασκευάζει σχοινιά, σε Πλούτ.

Middle Liddell

κᾰλω-στρόφος, ὁ, στρέφω
a rope-maker, Plut.