μαστροπεία
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
ἡ, pandering, X.Smp.3.10, Plu.2.632e.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
excitation à la débauche.
Étymologie: μαστροπεύω.
German (Pape)
ἡ, die Verkuppelung; Xen. Symp. 4.61; Plut. Symp. 2.1.
Russian (Dvoretsky)
μαστροπεία: ἡ побуждение к разврату, сводничество Xen., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
μαστροπεία: ἡ, τὸ ἔργον τοῦ μαστροποῦ, ἐπὶ μαστροπείᾳ μέγα φρονεῖν Ξεν. Συμπ. 3, 10, Πλούτ. 2. 632D.
Greek Monolingual
η (Α μαστροπεία) μαστροπεύω
η ιδιότητα και η ασχολία του μαστροπού, η παρακίνηση σε ασέλγεια και πορνεία, προαγωγεία, ρουφιανιά.
Greek Monotonic
μαστροπεία: ἡ, εξώθηση ενός άλλου στην πορνεία για προσωπικό όφελος, σε Ξεν.
Middle Liddell
μαστροπεία, ἡ,
a pandaring, Xen. [from μαστροπεύω