θεοποίητος
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
θεοποίητον, made by the gods, or by God, Isoc.7.62.
German (Pape)
[Seite 1197] von Gott gemacht, Isocr. 7, 62; K. S.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fait par la divinité.
Étymologie: θεοποιέω.
Russian (Dvoretsky)
θεοποίητος: созданный богами (sc. πολιτεία Isocr.).
Greek (Liddell-Scott)
θεοποίητος: -ον, κατεσκευασμένος ὑπὸ τῶν θεῶν ἢ τοῦ θεοῦ, θεότευκτος, Ἰσοκρ. 152C, Ἰω. Χρυσ.
Greek Monolingual
θεοποίητος, -ον (AM)
ο πλασμένος από θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -ποιητος (< ποιώ), πρβλ. πατροποίητος, χειροποίητος].