μῶκος

From LSJ
Revision as of 15:47, 14 May 2023 by Spiros (talk | contribs)

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῶκος Medium diacritics: μῶκος Low diacritics: μώκος Capitals: ΜΩΚΟΣ
Transliteration A: mō̂kos Transliteration B: mōkos Transliteration C: mokos Beta Code: mw=kos

English (LSJ)

ὁ, mockery, Anon. ap. Ath.5.187a, Simp.in Epict.p.58 D.(pl.); cj. in Epich.148.

German (Pape)

[Seite 225] ὁ, Spott, Hohn, bes. durch Nachäffung, Ath. V, 187 a u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
moquerie.
Étymologie: DELG pas d'étym. pour ce mot qui n'apparaît qu'à l'ép. hellénistique.

Greek (Liddell-Scott)

μῶκος: ὁ, ἐμπαιγμός, περίγελως, Ποιητὴς παρ’ Ἀθην. 187Α, Σιμπλίκ.

Greek Monolingual

μῶκος, ὁ (Α)
χλευασμός με μορφασμό του προσώπου, εμπαιγμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του μωκός, με αναβιβασμό του τόνου (βλ. και μωκῶμαι)].

Translations

mockery

Arabic: اِسْتِهْزَاء‎; Hijazi Arabic: تريقة‎; Armenian: ծաղր; Azerbaijani: rişxənd; Bulgarian: подигравка, насмешка, присмех; Czech: výsměch, zesměšnění, posměch; Esperanto: mokado; Finnish: iva; Galician: burla, moca, escarnio, chufa; German: Verspottung, Verhöhnung; Greek: χλευασμός, χλεύη, κοροϊδία, γελιοποίηση; Ancient Greek: ἔμπαιγμα, ἐμπαιγμονή, ἐμπαιγμός, ἐνεασμός, ἐπισυρμός, ἐπιτωθασμός, κατάγελως, καταμώκησις, καταπαιγμός, κατάχαρμα, καταχήνη, κερτόμησις, κερτομία, κωμῳδία, λάσθη, μυκτηρισμός, μώκημα, μῶκος, περίσυρμα, σαρκασμός, σκῶψις, χλευασία, χλεύασμα, χλευασμός; Hungarian: csúfolás, gúnyolás; Italian: derisione, scherno; Latin: derisio; Old English: bismer; Old Norse: háð, háðsemi; Persian: استهزا‎; Plautdietsch: Spott, Spettarie; Portuguese: escárnio, zombaria; Romanian: derâdere, batjocură, bășcălie; Sanskrit: निद्; Spanish: mote, mofa, pitorreo, ludibrio; Tagalog: uyam; Welsh: gwatwar