ἁρματόκτυπος

From LSJ
Revision as of 11:55, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁρμᾰτόκτῠπος Medium diacritics: ἁρματόκτυπος Low diacritics: αρματόκτυπος Capitals: ΑΡΜΑΤΟΚΤΥΠΟΣ
Transliteration A: harmatóktypos Transliteration B: harmatoktypos Transliteration C: armatoktypos Beta Code: a(rmato/ktupos

English (LSJ)

ὄτοβος rattling din of chariots, A.Th.204(lyr.).

Spanish (DGE)

(ἁρμᾰτόκτυπος) -ον
procedente del estrépito de los carros ἔδεισα ... τὸν ἁρματόκτυπον ὄτοβον A.Th.204.

German (Pape)

[Seite 355] ὄτοβος, Wagengerassel, Aesch. Spt. 486.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui résonne du bruit des chars.
Étymologie: ἅρμα, κτυπέω.

Russian (Dvoretsky)

ἁρμᾰτόκτυπος: производимый (катящимися) колесницами (ὄτοβος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁρματόκτῠπος: ἀρματόκτυπος ὄτοβος, ὁ συνεχὴς κρότοςδοῦπος τῶν ἁρμάτων, Αἰσχύλ. Θήβ. 204.

Greek Monolingual

ἁρματόκτυπος, -ον (Α)
ο χτύπος από το τρέξιμο των αρμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρμα, -τος + κτύπος.

Middle Liddell


used to describe ὄτοβος, the rattling din of chariots, Aesch.