ἐπίσωτρον
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
Poll.1.144, Hsch., Ep. ἐπίσσωτρον (as always in Hom.), τό, metal hoop upon the felloe (σῶτρον), tire of a wheel, Il.23.519: mostly in plural, 5.725, 11.537, al.:—ὀπίσσωτρον is v.l. in Hom. and Hsch.
German (Pape)
[Seite 988] τό, ep. ἐπίσσωτρον, der eiserne Beschlag des Rades, die Schiene, die auf das Holz des Rades, σῶτρον gefügt wird, Il. 23, 519; im plur., 11, 537. 20, 502; χάλκεα 5, 725 u. öfter; vgl. Poll. 1, 144.
French (Bailly abrégé)
épq. ἐπίσσωτρον;
ου (τό) :
cercle de fer autour de la roue.
Étymologie: ἐπί, σῶτρον.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίσωτρον: Ἐπ. ἐπίσσωτρον (ἀείποτε παρ’ Ὁμ.), τό, ἡ μεταλλίνη στεφάνη τοῦ τροχοῦ ἡ περὶ τὸ σῶτρον, τοῦ μέν τε ψαύουσιν ἐπισσώτρου τρίχες ἄκραι οὐραῖαι, «ἐπίσωτρα τὰ ἔξω τῶν τροχῶν σιδήρεα κύκλα» (Εὐστ.), Ἰλ. Ψ. 519· τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., Ε. 725, Λ. 537, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ.
English (Slater)
ἐπίσωτρον ? metal hoop on the felloe of a wheel. ἐπι]σώτ[ρ (supp. Lobel) P. Oxy. 2446. fr. 4a.
Greek Monotonic
ἐπίσωτρον: Επικ. ἐπίσ-σωτρον, τό, μεταλλική στεφάνη γύρω από τον τροχό (σῶτρον), εξωτερικό περίβλημα τροχού, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
the metal hoop round the felloe (σῶτρον), the tire of a wheel, Il.