θησαυρισμός
English (LSJ)
ὁ, laying up in store, χρημάτων Arist.Pol.1256b28, cf. Phld.Oec.p.71 J.; preservation, keeping, ὀσμῶν Theophrastus De Odoribus 14, cf. HP8.11.1; θ. φαντασιῶν, definition of memory, Zeno Stoic.1.19.
German (Pape)
[Seite 1211] ὁ, das Einsammeln u. Aufbewahren; χρημάτων Arist. pol. 1, 8; Theophr.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de mettre en réserve, d'amasser.
Étymologie: θησαυρίζω.
Russian (Dvoretsky)
θησαυρισμός: ὁ накапливание, сберегание, откладывание, хранение (χρημάτων ἀναγκαίων Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
θησαυρισμός: ὁ, τὸ θησαυρίζειν, ἀποταμιεύειν, φυλάττειν τι, χρημάτων Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 8, 13· ὀσμῶν Θεόφρ. π. Ὀσμ. 14.
Greek Monolingual
ο (Α θησαυρισμός) θησαυρίζω
το να θησαυρίζει, να αποταμιεύει, να φυλάει κανείς κάτι, θησαύριση
αρχ.
διατήρηση, συγκράτηση («θησαυρισμὸς ὀσμῶν», Θεόφρ.).
Greek Monotonic
θησαυρισμός: ὁ, θησαύρισμα, αποταμίευση, σε Αριστ.
Middle Liddell
θησαυρισμός, ὁ, [from θησαυρίζω
a laying up in store, Arist.