ταρβόσυνος

From LSJ
Revision as of 14:01, 22 December 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταρβόσυνος Medium diacritics: ταρβόσυνος Low diacritics: ταρβόσυνος Capitals: ΤΑΡΒΟΣΥΝΟΣ
Transliteration A: tarbósynos Transliteration B: tarbosynos Transliteration C: tarvosynos Beta Code: tarbo/sunos

English (LSJ)

η, ον, affrighted or affrighting, trembling, frightened, fearful, φόβος A.Th. 240 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1071] erschrocken, furchtsam, φόβος, Aesch. Spt. 222.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
effrayé, épouvanté.
Étymologie: τάρβος.

Russian (Dvoretsky)

ταρβόσῠνος: устрашенный, охваченный страхом: ταρβόσυνος φόβος Aesch. паническое бегство.

Greek (Liddell-Scott)

ταρβόσυνος: -η, -ον, τάρβος ἐμποιῶν, δεινός, τρομερός, ταρβ. φόβος Αἰσχύλ. Θήβ. 240.

Greek Monolingual

-ύνη, -ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που προκαλεί φόβο, φοβερός, τρομακτικός
2. αυτός που κατέχεται από φόβο, ο φοβισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από το ουσ. ταρβοσύνη (πρβλ. γηθοσύνη: γηθόσυνος)].

Greek Monotonic

ταρβόσυνος: -η, -ον, τρομερός, δεινός, σε Αισχύλ.