χαράκωσις
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
εως, ἡ, A palisading, fortifying, Lycurg.44, Ph.Bel.85.48 (pl.), Plu.Mar.7. 2 palisade, LXX De.20.20. II propping of vines, PSI6.595.3 (iii B. C.), Gp.5.27 tit.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de construire une palissade, un retranchement.
Étymologie: χαρακόω.
German (Pape)
εως, ἡ, das Umgeben und Befestigen mit Pfählen, die Verpallisadierung eines Lagers; Lycurg. 44; Plut. Mar. 7. – Das Anpfählen, Anbinden eines Weinstocks, Sp.
Russian (Dvoretsky)
χᾰράκωσις: εως (ρᾰ) ἡ обнесение частоколом Plut.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰράκωσις: -εως, ἡ, τὸ περιβάλλειν διὰ χαρακώματος, ὀχύρωσις διὰ χαράκων, ὀχύρωσις, Λυκοῦργ. 153. 27, Πλουτ. Μάρ. 7.
Greek Monotonic
χᾰράκωσις: ἡ, οχύρωμα σε Λυκούργ., Πλούτ.
Middle Liddell
χᾰράκωσις, εως,
a palisading, Lycurg., Plut.