ἀναμφίβολος

From LSJ
Revision as of 10:53, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναμφίβολος Medium diacritics: ἀναμφίβολος Low diacritics: αναμφίβολος Capitals: ΑΝΑΜΦΙΒΟΛΟΣ
Transliteration A: anamphíbolos Transliteration B: anamphibolos Transliteration C: anamfivolos Beta Code: a)namfi/bolos

English (LSJ)

ἀναμφίβολον, unambiguous, σύντομα καὶ ἀ. Ascl.Tact.12.11; ἀ. νίκη v.l. in D.H.3.57; φύσις Gal.17(1).370(358). Adv. ἀναμφιβόλως M. Ant.1.8, Luc.Anach.24.

Spanish (DGE)

-ον
1 indudable, preciso, cierto σύντομα Ascl.Tact.12.11, φύσις Gal.17(1).358, ὅτι ..., ἀναμφίβολον A.D.Pron.52.3, ἀφέτης Heph.Astr.2.11.124, λόγος PFlor.294.22 (VI d.C.), ὁμολογῶ ... ὀφείλειν σοι καὶ χρεωστεῖν ἐν καθαρῷ καὶ ἀναμφιβόλῳ SB 7201.8 (VI d.C.)
subst. τὸ ἀ. la certeza Basil.M.30.132A.
2 adv. -ως indudablemente, sin dudar M.Ant.1.8, κτώμενοι Luc.Anach.24, αἴρειν ἀ. Aenesidamus Gnossius en Phot.Bibl.170a29, cf. 169b40, παρέχω PMasp.156.21
(VI d.C.), ἀ. καὶ ἀναντιρρήτως PMasp.116.6 (VI d.C.), πιστεύω Gr.Nyss.Usur.199.7, ἀναμφιβόλης (por error) SB 10810.5 (VI d.C.).

German (Pape)

[Seite 198] unzweideutig, zuverlässig, Sp., z. B. νίκη D. Hal. 3, 57. – Adv., Luc. Gymn. 24.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non douteux, non contestable.
Étymologie: , ἀμφιβάλλω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμφίβολος: -ον, ὁ μὴ ἀμφίβολος, βέβαιος, θετικός, νίκη Διον. Ἁλ. 3. 57. - Ἐπίρρ. -λως Λουκ. Γυμν. 24.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀναμφίβολος, -ον) ἀμφίβολος
αυτός που δεν επιδέχεται αμφιβολίες, ο μη αμφίβολος, βέβαιος, σίγουρος, θετικός.

Greek Monotonic

ἀναμφίβολος: -ον, αναμφισβήτητος, βέβαιος· επίρρ. -λως, σε Λουκ.

Middle Liddell

unambiguous: adv. -λως, Luc.