ἐπικέλευσις
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
English (LSJ)
-εως, ἡ, cheering on, exhortation, Th.4.95, D.H.2.41.
German (Pape)
[Seite 947] ἡ, Zuruf, Ermunterung, Thuc. 4, 95 u. Sp., wie D. Hal. 2, 41.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
exhortation, encouragement.
Étymologie: ἐπικελεύω.
Greek Monolingual
ἐπικέλευσις, ἡ (Α) επικελευω
προτροπή, επιφώνηση για ενθάρρυνση.
Greek Monotonic
ἐπικέλευσις: -εως, ἡ, προτροπή, ενθάρρυνση, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικέλευσις: εως ἡ предписание, приказание: ἡ παραίνεσις ὑπόμνησιν μᾶλλον ἔχει ἢ ἐπικέλευσιν Thuc. увещевание больше напоминает, чем требует.
Middle Liddell
ἐπικέλευσις, εως
a cheering on, exhortation, Thuc.