σκινδάλαμος

From LSJ
Revision as of 10:30, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκινδάλᾰμος Medium diacritics: σκινδάλαμος Low diacritics: σκινδάλαμος Capitals: ΣΚΙΝΔΑΛΑΜΟΣ
Transliteration A: skindálamos Transliteration B: skindalamos Transliteration C: skindalamos Beta Code: skinda/lamos

English (LSJ)

[ᾰλ], Att. σχινδάλαμος, ὁ,
A splinter, in form σχινδαλμός Hp.Mul.2.133 (σκινδαλαμός, σχιδαλαμός, etc. in codd.); σκινδαλμός, Dsc.1.18.
II metaph., λόγων ἀκριβῶν σχινδάλαμοι straw-splittings, quibbles, Ar.Nu.130, cf. Ra.819, Luc.Hes.5; so σκινδαλμούς Alciphr.3.64:—cf. ἀνασχινδυλεύω.

German (Pape)

[Seite 899] ὁ, zsgzgn σκινδαλμός, attisch σχινδάλαμος u. σχινδαλμός, s. Ruhnk. Tim. 32 u. Piers. Moer. 360, ein gespaltenes, zugespitztes Stück Holz, Schindel, auch Pfahl, Spitzpfahl. – Übertr.: βραδὺς λόγων ἀκριβῶν σχινδαλάμους μαθήσομαι Ar. Nubb. 131; σχινδαλάμων παραξόνια (s. dieses Wort) Ran. 818; Spitzfindigkeiten, Schol. λεπτολογίαι, ἀπὸ τῆς σχίσεως τῶν καλάμων; Alciphr. 3, 64 σκινδαλμοὺς λόγων ἐκμαθών; vgl. Luc. diss. c. Hes. 5.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
éclat de bois, copeau aigu, écharde.
Étymologie: cf. σκίζω.

Greek Monolingual

και σκινδαλαμός και σκινδαλμός, ὁ, Α
βλ. σχινδάλαμος.

Greek Monotonic

σκινδάλᾰμος: Αττ. σχινδάλαμος, , μικρό κομμάτι ξύλου που έχει αποσχιστεί, πελεκούδι, Λατ. scindula· μεταφ., λόγων σχινδάλαμοι, λεπτολογίες, αμφίσημα λόγια, γρίφοι, σοφιστείες, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

σκινδάλᾰμος: атт. σχινδάλᾰμος (δᾰ) ὁ досл. щепка, заноза, перен. тонкость, уловка Luc.: λόγων σχινδάλαμοι Arph. словесные тонкости, хитросплетения.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκινδάλαμος -ου, ὁ [~ σχίζω] splinter; vandaar mv. spitsvondigheden, subtiliteiten:. λόγων ἀκριβῶν σκινδάλαμοι de fijne kneepjes van overnauwkeurige argumentaties Aristoph. Nub. 130.

Middle Liddell

σκινδάλᾰμος, αττιξ σχινδάλαμος, ὁ,
a splinter, Lat. scindula:—metaph., λόγων σχινδάλαμοι straw-splittings, quibbles, Ar.

Frisk Etymology German

σκινδάλαμος: -δαλμός
{skindálamos}
See also: s. σχίζω.
Page 2,732