θησαύρισμα
English (LSJ)
-ατος, τό, store, treasure, S.Ph.37, E.El.497, Ion1394, Vett.Val.352.5: metaph., θ. κακῶν Democr.149.
German (Pape)
[Seite 1211] τό, das Gesammelte, Aufbewahrte, der Vorrath; Soph. Phil. 37 Eur. El. 497; Sp.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
ce qu'on amasse, trésor, réserve.
Étymologie: θησαυρίζω.
Russian (Dvoretsky)
θησαύρισμα: ατος τό
1 (накопленные), вещи, имущество, Soph., pl. Eur.;
2 ценность, сокровище: θ. Διονύσου ὀσμῇ κατῆρες Eur. благоуханное сокровище Диониса, т. е. вино;
3 скопление, вместилище (κακῶν ταμεῖον καὶ θ. Democr. ap. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
θησαύρισμα: τό, τὸ ἀποταμιευθέν, θησαυρός, Λατιν. Penus, Σοφ. Φιλ. 37, Εὐρ. Ἠλ. 497, Ἴωνι 1394· ― μεταφ., θησ. Κακῶν Δημόκρ. παρὰ Πλουτ. 2. 500D.
Greek Monolingual
το (ΑΜ θησαύρισμα) θησαυρίζω
1. αποταμίευμα, θησαυρός
2. (ειδ. για φιλολ. συλλογές) συγκέντρωση, συναγωγή, συλλογή.
Greek Monotonic
θησαύρισμα: -ατος, τό, αυτό που έχει αποταμιευθεί, θησαυρός, σε Σοφ., Ευρ.
Middle Liddell
θησαύρισμα, ατος, τό,
a store, treasure, Soph., Eur. [from θησαυρίζω