χαλκῖτις

From LSJ
Revision as of 10:26, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκῖτις Medium diacritics: χαλκῖτις Low diacritics: χαλκίτις Capitals: ΧΑΛΚΙΤΙΣ
Transliteration A: chalkîtis Transliteration B: chalkitis Transliteration C: chalkitis Beta Code: xalki=tis

English (LSJ)

ιδος (εως Gal. 13.375), ἡ,
A containing copper, λίθος χ. copper-ore, worked in Cyprus, Arist.HA552b10; and in Euboea, Plu.2.434a.
2 a mineral, rock-alum, Emp. ap. Gal.15.32 (sed v. χαλκίτης), Dsc.5.99, POxy.1088.19 (i A. D.), Sor.2.41; χ. στυπτηρίη Hp.Ulc.14; χ. κυανέη (of doubtful nature) ib.21.
II = χρυσάνθεμον, Ps.-Dsc.4.58.

French (Bailly abrégé)

ίτεως ou ίτιδος
adj. f.
de cuivre.
Étymologie: χαλκός.

German (Pape)

fem. zu χαλκίτης.

Russian (Dvoretsky)

χαλκῖτις: εως и ιδος adj. f содержащая медь: χ. λίθος Arst. медный колчедан.
ιδος ἡ (sc. φλέψ) меденосная жила Plut.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκῖτις: -ιδος, ἡ, περιέχουσα χαλκόν, λίθος χ., μεταλλικὴ πέτρα περιέχουσα χαλκόν, ἣν ἐκαμίνευον ἐν Κύπρῳ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 24· καὶ ἐν Εὐβοίᾳ, χ. φλὲψ Πλούτ. 2. 434Α. 2) ὀρυκτόν τι, στυπτηρία, Ἐμπεδ. παρὰ Γαλην., Διοσκ. 5. 115· πρβλ. Foës. Oec. Hipp. ἐν λ. στυπτηρία. ΙΙ. = χρυσάνθεμον, Διοσκ. (ἐκ τῶν Νόθων) 4. 58.

Greek Monolingual

-ίτιδος και -ίτεως, ἡ, Α
βλ. χαλκίτιδα.