τραγόπους

From LSJ
Revision as of 14:50, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰγόπους Medium diacritics: τραγόπους Low diacritics: τραγόπους Capitals: ΤΡΑΓΟΠΟΥΣ
Transliteration A: tragópous Transliteration B: tragopous Transliteration C: tragopous Beta Code: trago/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ, goat-footed, Simon.133, AP6.315 (Nicod.).

German (Pape)

[Seite 1133] οδος, bocksfüßig, Ep. ad. 315 (Plan. 262).

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. όποδος
à pieds de bouc.
Étymologie: τράγος, πούς.

Russian (Dvoretsky)

τρᾰγόπους: 2, gen. ποδος козлоногий (Πάν Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγόπους: -ποδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πόδας τράγου, Σιμωνίδ. 134, Ἀνθ. Π. 6. 315· τὸν τραγόπουν καὶ τὸν σεμνὸν Πᾶνα Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 81C.

Greek Monolingual

-ουν, ΝΑ
(λόγιος τ.) τραγοπόδαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. λεοντόπους].

Greek Monotonic

τρᾰγόπους: -ποδος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει πόδια τράγου, σε Ανθ.

Middle Liddell

τρᾰγό-πους,
goat-footed, Anth.