ἡλιάς

From LSJ
Revision as of 10:30, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡλιάς Medium diacritics: ἡλιάς Low diacritics: ηλιάς Capitals: ΗΛΙΑΣ
Transliteration A: hēliás Transliteration B: hēlias Transliteration C: ilias Beta Code: h(lia/s

English (LSJ)

ἡλιάδος, ἡ, fem. of ἡλιακός, ἀκτίς Orac. ap. Luc.Alex.34;
A Ῥόδος Id.Am.7.
II Ἡλιάδες, αἱ, daughters of the Sun, who were changed into poplars and wept amber, Parm.1.9, A.R.4.604, Str.5.1.9; ἡ Ἡλιὰς αἴγειρος Philostr.VA5.5.
III ἡλιάδες· αἱ κατάχρυσοι κλῖναι, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1160] άδος, ἡ, fem. zum Vorigen; ἀκτίς, Sonnenstrahl, im Orak. bei Luc. Alex. 34; auch Ῥόδος, dem Ἥλιος beilig, am. 7; – öfter κούρη, s. nom. propr.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
solaire.
Étymologie: ἥλιος.

Russian (Dvoretsky)

ἡλιάς: άδος adj. f солнечная (ἀκτίς Luc.): ἡ. Ῥόδος Luc. Родос, посвященный богу солнца.

Greek (Liddell-Scott)

ἡλιάς: -άδος, ἡ, θηλ. τοῦ προηγ., ἀκτὶς Χρησμ. παρὰ Λουκ. Ἀλεξ. 34∙ Ρόδος ὁ αὐτ. Ἔρωσ. 7. ΙΙ. Ἡλιάδες, αἱ θυγατέρες τοῦ Ἡλίου μεταβληθεῖσαι εἰς αἰγείρους καὶ δακρύουσαι ἤλεκτρον, Παρμενίδ. 9, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 604, Πλίν. 37. 2, 11∙ ἡ Ἡλιὰς αἴγειρος Φιλόστρ. 190.

Greek Monolingual

ἡλιάς, ἡ (Α) (μτγν. θηλ. του επίθ. ηλιακός) ήλιος
1. η ηλιακή («ἡλιὰς ἀκτίς»)
2. στον πληθ. αἱ Ἡλιάδες
οι αδελφές του Φαέθοντος που από τη λύπη τους για τον θάνατο του αδελφού τους μεταμορφώθηκαν σε αιγείρους, δηλ. σε ψηλές λεύκες
3. η αφιερωμένη στον ήλιο («τῆς ἡλιάδος ἁψόμενοι Ῥόδου» — αφού προσεγγίσατε τη Ρόδο,την αφιερωμένη στον ήλιο, Λουκιαν.)
4. (κατά τον Ησύχ.) «ἡλιάδες
αἱ κατάχρυσοι κλῑναι».

Greek Monotonic

ἡλιάς: -άδος, θηλ. επίθ. που αναφέρεται στον ήλιο, η ηλιακή, σε Χρησμ. παρά Λουκ.

Middle Liddell

ἡλιάς, άδος,
fem. adj. of the sun, ap. Luc.