ὑφειμένως

From LSJ
Revision as of 11:07, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφειμένως Medium diacritics: ὑφειμένως Low diacritics: υφειμένως Capitals: ΥΦΕΙΜΕΝΩΣ
Transliteration A: hypheiménōs Transliteration B: hypheimenōs Transliteration C: yfeimenos Beta Code: u(feime/nws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass. of ὑφίημι, in a subdued tone or manner, X.An.7.7.16, Philostr.VS1.25.5; ὑ. ἔχειν πρός τινα Aristid. 2.137J.

French (Bailly abrégé)

adv.
doucement.
Étymologie: ὑφειμένος de ὑφεῖμαι, ὑφίημι.

German (Pape)

adv. part. perf. pass. zu ὑφίημι, nachgelassen, abgespannt, – gelassen, Xen. An. 7.7.18.

Russian (Dvoretsky)

ὑφειμένως: уступчиво, смиренно, кротко (εἰπεῖν Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑφειμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ὑφίημι, ἀμελῶς, χαλαρῶς, ἧττον βιαίως ἢ αὐθαδῶς, Λατ. submisse, ὁ δὲ Μηδοσάδης μάλα δὴ ὑφειμένως... ἔφη Ξεν. Ἀν. 7. 7, 16, Φιλόστρ. 536· ὑφ. ἔχειν πρός τινα Ἀριστείδ. 2. 137.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με χαλαρότητα ή με ατονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφειμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. ὑφίημι + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Greek Monotonic

ὑφειμένως: επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του ὑφίημι, αμελώς, απρόσεκτα, με ελάχιστη βία, Λατ. submisse, σε Ξεν.

Middle Liddell


remissly, less violently, Lat. submisse, Xen.