ἀντιλακτίζω
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
A kick against, τινί Ar.Pax613; τῷνῷ Phld.Rh.Supp. p.52S.
2 kick back in return, ὄνον Plu.2.10c.
Spanish (DGE)
1 dar patadas a c. dat. πίθῳ Ar.Pax 613
•fig. τοῖς τε ἔπεσιν ἀντιλακτίζον καὶ τῷ νῷ Phld.Rh.(Supp) p.52.
2 cocear a su vez ὄνος Plu.2.10c.
German (Pape)
[Seite 254] dagegen ausschlagen (mit den Füßen), Ar. Pax 596.
French (Bailly abrégé)
ao. ἀντελάκτισα;
ruer contre, regimber contre, τινι.
Étymologie: ἀντί, λακτίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιλακτίζω:
1 брыкаться в ответ (εἰ ὄνος ἐλάκτισεν, ἀντιλακτίσαι τοῦτον Plut.);
2 перен. отвечать ударами, бить (ὑπ᾽ ὀργῆς τινα Arph.);
3 не допускать до себя, задерживать (κνίσσ᾽ ἀντιλακτίζουσα καπνῷ Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιλακτίζω: λακτίζω τὸν λακτίσαντα ἢ τύψαντά με, μ. δοτ.: καὶ πίθος πληγεὶς ὑπ’ ὀργῆς ἀντελάκτισεν πίθῳ Ἀριστοφ. Εἰρ. 613· μ. αἰτ.: καὶ εἴ με ὄνος ἐλάκτισεν, ἀντιλακτίσαι τοῦτον ἠξιώσατε ἂν; Πλούτ. 2. 10C.
Greek Monolingual
ἀντιλακτίζω (Α)
1. ανταποδίδω λάκτισμα, κλοτσιά
2. λακτίζω, κλοτσώ.
Greek Monotonic
ἀντιλακτίζω: μέλ. -σω, χτυπώ ενάντια σε, τινί, σε Αριστοφ.