χοάνη
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
English (LSJ)
contr. χώνη,
A funnel, δίκην δὲ χοάνης (fort. ἀκοῇ δὲ χοάνην) ὦτα διετετρήνατο Ar.Th.18, cf. Ph.1.245; κύλικας ἀντλεῖν διὰ χώνης Pherecr.108.31; καταχεῖν ὥσπερ διὰ χώνης Pl.R.411a; as a name of the throat, Alex.Aphr.Pr.2.3; as nickname of a great drinker, Ath.10.436e. 2 Medic., funnelshaped hollow in the brain, also called ληνός, πύελος, Herophil. ap. Theophil.Corp.Fabr.4.5.5. 3 hollow behind the eye, cj. in Emp. 84.9 (pl.). II = χόανος, melting-pot, Posidon.48J., Dsc.5.75, AP9.528 (Pall.).—The form χοάνη is said by Moer.p.401 P. to be Att. (cf. IG12313.127, 314.144), χώνη Hellenic.
German (Pape)
[Seite 1361] ἡ, zsgzgn χώνη, = χόανος, Ar. Th. 18.
Greek (Liddell-Scott)
χοάνη: [ᾱ], συνῃρ. χώνη, «χωνί», Λατ. Infundibutum, δίκην δὲ χοάνης ὦτα διετετρήνατο Ἀριστοφ. Θεσμ. 18, πρβλ. Φίλωνα 1. 245· κύλικας ἀντλεῖν διὰ χώνης Φερεκράτη: ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1, 31· καταχεῖν ὥσπερ διὰ χώνης Πλάτ. Πολ. 411Α· ὡς ὄνομα τοῦ λάρυγγος, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 3· καὶ οὕτως ὡς σκωπτικὸν ὄνομα ἀνθρώπου πολυπότου, Πολέμων παρ’ Ἀθην. 436Ε, κλπ. 2) κοίλωμά τι ἐν τῷ ἐγκεφάλῳ ἔχον τὸ σχῆμα χωνίου καλούμενον καὶ ληνὸς καὶ πύελος, Θεόφιλ. Πρωτοσπαθ. 135. 11. ΙΙ. = χόανος, τὸ χωνοειδὲς χωνευτήριον τῶν μετάλλων (καὶ νῦν ἔτι καλεῖται χώνη ἐν Θράκῃ)· Διοσκ. 5, 85, Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 233D, Ἀνθ. Παλ. 9. 528. - Ὁ τύπος χοάνη λέγεται παρὰ Μοίριδι Ἀττικός, ὁ δὲ τύπος χώνη Ἑλληνικός.