αἰνικτός
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
English (LSJ)
αἰνικτή, αἰνικτόν, expressed in riddles, riddling, S.OT439.
English (Woodhouse)
dark, riddling, couched in dark language, enigmatic, hard to make out, hard to understand, not clear
Spanish (DGE)
-ή, -όν dicho en enigmas αἰνικτὰ κἀσαφῆ λέγεις S.OT 439.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
dit à mots couverts, énigmatique.
Étymologie: αἰνίσσομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἰνικτός -ή -όν αἰνίττομαι raadselachtig, duister.
German (Pape)
rätselhaft, κἀσαφῆ λέγεις Soph. O.R. 439.
Russian (Dvoretsky)
αἰνικτός: загадочно выраженный: αἰνικτὰ κἀσαφῆ λέγειν Soph. выражаться загадочно и неясно.
Middle Liddell
[from αἰνίσσομαι
expressed in riddles, riddling, Soph.
Greek Monotonic
αἰνικτός: -ή, -όν, αυτός που λέγεται με αινιγματικό τρόπο, αινιγματικός, αινιγματώδης, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
αἰνικτός: -ή, -όν, ὁ ἐν αἰνίγμασιν ἐκπεφρασμένος, αἰνιγματώδης, Σοφ. Ο. Τ. 439.