vermengen

From LSJ
Revision as of 11:47, 29 March 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ancient Greek: μειγνύω, μιγνύω, μίγνυμι, μείγνυμι, κεράννυμι" to "Ancient Greek: ἀματίζω, ἀμφικυκάω, ἀναδεύω, [[ἀνακεράννυμι...)

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320

German > Latin

vermengen, s. vermischen.

Dutch > Greek

κεράννυμι, κοινόω, συγκεράννυμι, συμμείγνυμι, συμφύρω