νεόδροπος
From LSJ
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
νεόδροπον, = νεόδρεπτος, κλάδοι A.Supp.354.
German (Pape)
[Seite 241] = νεόδρεπτος, κλάδοι, Aesch. Suppl. 349.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. νεόδρεπτος.
Russian (Dvoretsky)
νεόδροπος: Aesch. = νεόδρεπτος.
Greek (Liddell-Scott)
νεόδροπος: -ον, = νεόδρεπτος, κλάδοι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 354.
Greek Monolingual
νεόδροπος, -ον (Α)
νεόδρεπτος («κλάδοισι νεοδρόποις», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -δροπος (< δρέπω «κόβω»), πρβλ. μονόδροπος, ωμόδροπος].