μονόδροπος

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς γονεῖς πρᾶξαι καλῶς → Quisquis parentes bene colit, speret bene → Erhoffe, ehrst du deine Eltern, Wohlergehn

Menander, Monostichoi, 155
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόδροπος Medium diacritics: μονόδροπος Low diacritics: μονόδροπος Capitals: ΜΟΝΟΔΡΟΠΟΣ
Transliteration A: monódropos Transliteration B: monodropos Transliteration C: monodropos Beta Code: mono/dropos

English (LSJ)

μονόδροπον, plucked from one stem: hence metaph., cut from one block, of a statue, φυτόν Pi.P.5.42.

German (Pape)

[Seite 202] von einem Baume gepflückt, aus einem Stücke geschnitzt, ἀνδριάντα τὸν μονόδροπον, Pind. P. 5, 42. Vgl. μονόξυλος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
taillé d'un seul bloc.
Étymologie: μόνος, δρέπω.

Russian (Dvoretsky)

μονόδροπος: высеченный из одной глыбы, вырезанный из одного куска (ἀνδριάς Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

μονόδροπος: -ον, ὁ ἐξ ἑνὸς στελέχους κεκομμένος, «μονοκόμματος», ἐπὶ ἀγάλματος, Πινδ. Π. 5. 56· πρβλ. μονόξυλος.

English (Slater)

μονόδροπος solid hewn i. e. carved in one piece. (ἀνδριάντι), Κρῆτες ὃν τοξοφόροι τέγει Παρνασσίῳ καθέσσαντο̄ μονόδροπον φυτόν (locus metr. causa varie emendatus) (P. 5.42)

Greek Monolingual

μονόδροπος, -ον (Α)
(για άγαλμα) αυτός που είναι κομμένος από ένα και μόνο στέλεχος, μονοκόμματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -δροπος (< δρέπω «κόβω»), πρβλ. νεόδροπος, ωμόδροπος].

Greek Monotonic

μονόδροπος: -ον (δρέπω), αυτός που έχει αποσπαστεί από μόνο ένα στέλεχος, μονοκόμματος, λέγεται για άγαλμα, σε Πίνδ.

Middle Liddell

μονό-δροπος, ον δρέπω
plucked from one stem, cut from one block, of a statue, Pind.