μονόδροπος
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς γονεῖς πρᾶξαι καλῶς → Quisquis parentes bene colit, speret bene → Erhoffe, ehrst du deine Eltern, Wohlergehn
English (LSJ)
μονόδροπον, plucked from one stem: hence metaph., cut from one block, of a statue, φυτόν Pi.P.5.42.
German (Pape)
[Seite 202] von einem Baume gepflückt, aus einem Stücke geschnitzt, ἀνδριάντα τὸν μονόδροπον, Pind. P. 5, 42. Vgl. μονόξυλος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
taillé d'un seul bloc.
Étymologie: μόνος, δρέπω.
Russian (Dvoretsky)
μονόδροπος: высеченный из одной глыбы, вырезанный из одного куска (ἀνδριάς Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
μονόδροπος: -ον, ὁ ἐξ ἑνὸς στελέχους κεκομμένος, «μονοκόμματος», ἐπὶ ἀγάλματος, Πινδ. Π. 5. 56· πρβλ. μονόξυλος.
English (Slater)
μονόδροπος solid hewn i. e. carved in one piece. (ἀνδριάντι), Κρῆτες ὃν τοξοφόροι τέγει Παρνασσίῳ καθέσσαντο̄ μονόδροπον φυτόν (locus metr. causa varie emendatus) (P. 5.42)
Greek Monolingual
μονόδροπος, -ον (Α)
(για άγαλμα) αυτός που είναι κομμένος από ένα και μόνο στέλεχος, μονοκόμματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -δροπος (< δρέπω «κόβω»), πρβλ. νεόδροπος, ωμόδροπος].
Greek Monotonic
μονόδροπος: -ον (δρέπω), αυτός που έχει αποσπαστεί από μόνο ένα στέλεχος, μονοκόμματος, λέγεται για άγαλμα, σε Πίνδ.
Middle Liddell
μονό-δροπος, ον δρέπω
plucked from one stem, cut from one block, of a statue, Pind.