φρενοκλόπος
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
φρενοκλόπον, stealing the understanding, deceiving, Ἔρως APl.4.198 (Maec.).
German (Pape)
[Seite 1304] den Verstand raubend, dah. betrügend, täuschend, Qu. Maec. 9 (Plan. 198).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui trompe l'esprit ou le cœur.
Étymologie: φρήν, κλέπτω.
Greek (Liddell-Scott)
φρενοκλόπος: -ον, ὁ κλέπτων, ἐξαπατῶν τὰς φρένας, φρενοκλόπος ἔρως Ἀνθ. Πλαν. 198· ― φρενοκλοπέω, «φρενοκλοπεῖ· ἐξαπατᾷ» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που εξαπατά, που πλανεύει το πνεύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -κλοπος (< κλοπός < κλέπτω), πρβλ. ἀνδραποδοκλόπος, κυνοκλόπος].
Greek Monotonic
φρενοκλόπος: -ον (κλέπ-τω), αυτός που κλέβει το μυαλό, που εξαπατά, σε Ανθ.
Middle Liddell
φρενο-κλόπος, ον, κλέπτω
stealing the understanding, deceiving, Anth.