τετράζυγος

From LSJ
Revision as of 10:56, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράζῠγος Medium diacritics: τετράζυγος Low diacritics: τετράζυγος Capitals: ΤΕΤΡΑΖΥΓΟΣ
Transliteration A: tetrázygos Transliteration B: tetrazygos Transliteration C: tetrazygos Beta Code: tetra/zugos

English (LSJ)

τετράζυγον,
A fouryoked, ὄχοι E.Hel.1039.
2 generally, fourfold, ὀμφή Nonn. D. 12.107.

German (Pape)

[Seite 1097] vierjochig; ὄχοι, vierspännig, Eur. Hel. 1045; übh. vierfach, ὀμφή, Nonn. D. 12, 108; – τὸ τετράζυγον, sc. ἅρμα, ein vierspänniger Wagen.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 attelé de quatre chevaux;
2 quadruple.
Étymologie: τέσσαρες, ζυγόν.

Russian (Dvoretsky)

τετράζῠγος: запряженный четверней (ὄχος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

τετράζῠγος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας ζυγούς, ὄχος Εὐριπ. Ἑλ. 1039· - καθόλου, τετραπλοῦς, ὀμφὴ Νόνν. Δ. 12. 108· κόσμος αὐτόθι 169.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει τέσσερεις ζυγούς ή τέσσερα υποζύγια («τετραζύγων ὄχων», Ευρ.)
2. τετραπλός («ὀμφὴ τετράζυγος», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -ζυγος (< -ζυγός), πρβλ. τρίζυγος].

Greek Monotonic

τετράζῠγος: -ον (ζυγόν), αυτός που έχει τέσσερις ζυγούς, σε Ευρ.

Middle Liddell

τετρά-ζῠγος, ον, ζυγόν
four-yoked, Eur.

English (Woodhouse)

four-horsed

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)