ὀξυωπής
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
ὀξυωπές, (ὤψ)
A sharp-sighted, ὀφθαλμοὶ ὀξυωπέστατοι Arist.HA492a9; ὁ ἁλιάετος ὀξυωπέστατος ib.620a2, cf. Luc.Icar.14: Comp. ὀξυωπέστερος Ph.1.531, 2.546. Adv., ὀξυωπέστερον βλέπεις Suid. s.v. Λυγκέως; ὀξυωπέστατα ὁρᾶν Ph.1.338; βλέπειν Herm. ap. Stob.1.49.45.
2 metaph., θίξις -εστέρα Marcellin.Puls.19.
II Act., sharpening the sight, Dsc.3.45.
German (Pape)
[Seite 355] ές, scharfsichtig, der scharf sieht; Arist. H. A. 1, 10, im superl.; Folgde, wie Luc. Icaromen, 14.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a la vue perçante.
Étymologie: ὀξύς, ὤψ.
Russian (Dvoretsky)
ὀξῠωπής: обладающий острым зрением, зоркий (ὀφθαλμοί Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀξυωπής: -ές, (ὤψ) ὁ ἔχων ὀξεῖαν τὴν ὅρασιν, ὀφθαλμοὶ ὀξυωπέστατοι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 10, 2· ὁ ἁλιάετος ὀξυωπέστατος αὐτόθι 9. 34, 5, πρβλ. Λουκιαν. Ἰκαρ. 14· - Ἐπίρρ., ὀξυωπέστερον ὁρᾶν, -έστατα βλέπειν Σουΐδ. ἐν λέξ. Λυγκέως, Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 988. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ τὴν ὅρασιν ὀξύνων, Διοσκ. 3 52.
Greek Monolingual
ὀξυωπής, -ές (Α)
1. αυτός που έχει δυνατή όραση («τῶν δ' ὀφθαλμῶν οἱ μὲν μεγάλοι, οἱ δὲ... ὀξυωπέστατοι ἐπὶ παντὸς ζώου», Αριστοτ.)
2. αυτός που οξύνει, που ενισχύει την όραση. Επίρρ. (στον συγκριτ. και στον υπερθ.) ὀξυωπέστερον, ὀξυωπέστατα
με δυνατότερη ή με πολύ οξεία όραση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -ωπής (< ὄπωπα), πρβλ. πολυωπής].
Greek Monotonic
ὀξυωπής: -ές (ὤψ), αυτός που έχει οξεία, ανεπτυγμένη όραση, σε Αριστ., Λουκ.
Middle Liddell
ὀξυ-ωπής, ές [ὤψ]
sharp-sighted, Arist., Luc.