ὀκτάσημος

From LSJ
Revision as of 08:43, 8 June 2023 by Spiros (talk | contribs)

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκτᾰ́σημος Medium diacritics: ὀκτάσημος Low diacritics: οκτάσημος Capitals: ΟΚΤΑΣΗΜΟΣ
Transliteration A: oktásēmos Transliteration B: oktasēmos Transliteration C: oktasimos Beta Code: o)kta/shmos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, in Prosody, of eight times, Sch.A.Th.103. Adv. ὀκτασήμως = in the eight-time measure, of the dochmius (◡ – – ◡ –), Sch.A.Th. 128.

German (Pape)

[Seite 317] mit acht Zeiten, achtzeitig, in der Prosodie, Schol. Aesch. Spt. 103; auch adv., Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκτάσημος: -ον, ἐν προσῳδίᾳ, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ὀκτὼ σημείων χρόνου, Σχόλ. εἰς Ἡφαιστ. 164, κτλ. Ἐπίρρ. -ως, ἐπὶ τοῦ δοχμίου (υ--υ-), Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 120.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀκτάσημος, -ον)
(για αρχαίο μετρικό πόδα) αυτός που αποτελείται από οκτώ πρώτους χρόνους, από οκτώ χρονικά σημεία. Επίρ. οκτασήμως (Α)
κατά οκτάσημα μέτρα («ἐστιχούργησε ὀκτασήμως, ἤτοι κατά δοχμίους»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -σημος (< σῆμα), πρβλ. εξάσημος].