ὀρθόστατος

From LSJ
Revision as of 07:21, 27 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πολιτεύω πόλεμον ἐκ πολέμου → make perpetual war the principle of government

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθόστᾰτος Medium diacritics: ὀρθόστατος Low diacritics: ορθόστατος Capitals: ΟΡΘΟΣΤΑΤΟΣ
Transliteration A: orthóstatos Transliteration B: orthostatos Transliteration C: orthostatos Beta Code: o)rqo/statos

English (LSJ)

ον, upstanding, upright, κλίμακες E. Supp. 497 codd.; but v. ὀρθοστάτης.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se tient droit, debout.
Étymologie: ὀρθός, ἵστημι.

Russian (Dvoretsky)

ὀρθόστᾰτος: прямо поставленный, приставленный (к городской стене) (κλίμακες Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθόστᾰτος: -ον, ὁ ὄρθιος ἱστάμενος, ὄρθιος, κλίμακες Εὐρ. Ἱκέτ. 497.

Greek Monolingual

ὀρθόστατος, -ον (Α)
αυτός που στέκεται όρθιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -στατος (< θ. στα- του ἵστημι), πρβλ. νεόστατος].

Greek Monotonic

ὀρθόστᾰτος: -ον (στῆναι), αυτός που στέκεται ορθός, όρθιος, σε Ευρ.

Middle Liddell

ὀρθό-στᾰτος, ον, στῆναι
upstanding, upright, Eur.