τετρακαιδεκαέτης

From LSJ
Revision as of 13:13, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα → apart from a very few whom I've met

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰκαιδεκαέτης Medium diacritics: τετρακαιδεκαέτης Low diacritics: τετρακαιδεκαέτης Capitals: ΤΕΤΡΑΚΑΙΔΕΚΑΕΤΗΣ
Transliteration A: tetrakaidekaétēs Transliteration B: tetrakaidekaetēs Transliteration C: tetrakaidekaetis Beta Code: tetrakaidekae/ths

English (LSJ)

τετρακαιδεκαέτες,
A of fourteen years, D.H.6.21 (v.l. τετρακαιδεκέτης).
II fem. τετρακαιδεκέτις, ιδος, fourteen years old, κόρη Isoc.19.22.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
de quatorze ans.
Étymologie: τέσσαρες, καί, δέκα, ἔτος.

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰκαιδεκαέτης: -ες, ὁ ἔχων ἡλικίαν δεκατεσσάρων ἐτῶν, Διον. Ἁλ. 6. 21· ἀλλὰ μετὰ διαφ. γραφ. τετρακαιδεκέτης. ΙΙ. θηλ. τετρᾰκαιδεκέτις, -ιδος, δεκατεσσάρων ἐτῶν ἔχουσα ἡλικίαν, κόρη Ἰσοκρ. 388Ε.

Greek Monolingual

-άετες και δ. γρφ. αρσ. τετρακαιδεκέτης, θηλ. τετρακαιδεκέτις Α
1. αυτός που έχει διάρκεια δεκατεσσάρων ετών
2. αυτός που έχει ηλικία δεκατεσσάρων ετών («ἀδελφὴν... κόρην τετρακαιδεκέτιν... κατέθαψα», Ισοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + καί + δέκα + -έτης (< ἔτος), πρβλ. πεντεκαιδεκαέτης].

Greek Monotonic

τετρᾰκαιδεκαέτης: -ες, αυτός που αποτελείται από δεκατέσσερα έτη· θηλ. τετρᾰκαιδεκέτις, -ιδος, αυτή που έχει ηλικία δεκατεσσάρων ετών, σε Ισοκρ.

Middle Liddell

τετρᾰκαιδεκα-έτης, ες
of fourteen years: fem. τετρᾰκαιδεκέτις, ιδος, fourteen years old, Isocr.

German (Pape)

ὁ, vierzehnjährig, Sp.