χρησιμεύω

From LSJ
Revision as of 13:23, 25 May 2023 by Spiros (talk | contribs)

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρησῐμεύω Medium diacritics: χρησιμεύω Low diacritics: χρησιμεύω Capitals: ΧΡΗΣΙΜΕΥΩ
Transliteration A: chrēsimeúō Transliteration B: chrēsimeuō Transliteration C: chrisimeyo Beta Code: xrhsimeu/w

English (LSJ)

to be useful or be serviceable, τοῖς ἐπιλήπτοις Thphr. Fr.175, cf. Phld.Rh.1.221, al., Luc.DMort.10.9; τῇ πατρίδι IGRom. 4.1228 (Thyatira); πρός τι D.S.1.81, Dsc.2.149; εἴς τι Epicur.Fr. 458, Gal.19.396, Iamb. in Nic.p.12P.: abs., LXX Wi.4.3, Muson. Fr.18Ap.95 H., Alex.Aphr. in Top.430.2: sens. obsc., D.L.6.91:— rejected by the Atticists, cf. Phryn.367.

German (Pape)

[Seite 1374] brauchbar, nützlich, dienlich sein, Nicom. arithm. 1, 8; vgl. Lob. Phryn. 386.

French (Bailly abrégé)

être utile à, τινι.
Étymologie: χρήσιμος.

Russian (Dvoretsky)

χρησῐμεύω: быть полезным, оказывать услуги (πολλὰ χρησιμεῦσαί τινι ἐν τῷ βίῳ Luc.): χ. τινὶ πρός τι Diod. быть полезным кому-л. в чем-л.

Greek (Liddell-Scott)

χρησῐμεύω: εἶμαι χρήσιμος, ὠφέλιμος, τινὶ Θεοφρ. Ἀποσπ. 15. 1, Διόδ. 1. 81, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 9· χρ. τῇ πατρίδι Συλλ. Ἐπιγρ. 3490· πρός τι Διοσκ. 5. 84· εἴς τι Ἄννα Κομν. 1. 121· ἀπολ., Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. Δ΄, 3)· - ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Διογ. Λαέρτ. 6. 91· - ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τῶν Ἀττικιζόντων, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 386 καὶ ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 7· - παρὰ τῷ Τζέτζῃ εὕρηται καὶ χρησιμέω, ἅπαντα τὰ χρησιμοῦντα τούτοις Τζέτζ. Ἀλληγ. Ὁμ. Ἰλ. Ε. 116.

Greek Monolingual

ΝΜΑ χρήσιμος
είμαι χρήσιμος σε κάποιον για κάτι.

Greek Monotonic

χρησῐμεύω: είμαι χρήσιμος ή ωφέλιμος, τινι, σε κάποιον, σε Λουκ.

Middle Liddell

χρησῐμεύω,
to be useful or serviceable, τινί to one, Luc.