ἀπολάμπω
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
English (LSJ)
A shine or beam from, αἰχμῆς ἀπέλαμπ' εὐήκεος (sc. φῶς) Il.22.319, cf.Ar.Av.1009; ἀστὴρ ὣς ἀπέλαμπεν Il.6.295, Od.15.108: —Med., χάρις ἀπελάμπετο grace beamed from her, Il.14.183, cf. Od. 18.298; χρυσοῦ ἀπολάμπεται gleams with gold, Luc.Syr.D.30.
2 reflect light, Epicur.Ep.2p.51U.
II c. acc. cogn., αὐγὴν ἀ. Luc. Dom.8; ἀστραπῆς κάλλος Callistr. Stat.5; θεῖόν τι Philostr.Im.1.16.
Spanish (DGE)
I intr.
1 resplandecer, brillar ἀστὴρ δ' ὣς ἀπέλαμπεν Il.6.295, Od.15.108, ἀπέλαμψε βίος A.R.4.1710
•c. ac. int. στολῇ θεῖον ... ἀπολαμπούσῃ Philostr.Im.1.16
•c. gen. de origen salir un centelleo αἰχμῆς ἀπέλαμπ' Il.22.319
•en v. med. πῦρ δ' ὣς ὀφθαλμῶν ἀπελάμπετο Hes.Sc.72, ὁ νηὸς χρυσοῦ ... πολλοῦ ἀπολάμπεται Luc.Syr.D.30
•fig. en v. med. χάρις δ' ἀπελάμπετο πολλή un gran encanto se derramaba, Il.14.183, cf. Pamprepius 3.106, c. gen. de origen κεράων ἀπελάμπετο κόσμος Colluth.319, cf. Call.Dian.102
•tb. en v. act. de un orador ὥσπερ ... ἀστὴρ ἀπέλαμπεν Eun.VS 474.
2 reflejar la luz (τοῦ ἀέρος) πάλιν ἀπολάμποντος Epicur.Ep.[3] 109.
II tr. irradiar αὐγήν τινα Luc.Dom.8.
German (Pape)
[Seite 310] abglänzen, zurückstrahlen, αἰχμῆς ἀπέλαμπε, es strahlte von der Lanzenspitze, Il. 22, 319; ἀστὴρ ἃς ἀπέλαμπεν, glänzte wie ein Stern, Od. 15, 108 Iliad. 19, 381. 6, 295; χάρις δ' ἀπελάμπετο πολλή Od. 18, 298 Iliad. 14, 183, Homerisch med. statt des act.; ὁ νηὸς χρυσοῦ ἀπολάμπεται Luc. Dea Syr. 30; Hes. Th. 583. Sp. brauchen es auch transit., αὐγὴν ἀπολάμπειν, Glanz ausstrahlen, Luc. Dom. 8.
French (Bailly abrégé)
briller, resplendir ; • impers. αἰχμῆς ἀπέλαμπε IL la lumière jaillissait de sa lance;
Moy. ἀπολάμπομαι briller.
Étymologie: ἀπό, λάμπω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπολάμπω:
1 тж. med. светить(ся), блестеть, сиять (ἀστὴρ ὥς Hom.; ὁ νηὸς χρυσοῦ ἀπολάμπεται Luc.; χάρις ἀπελάμπετο Hes.): αἰχμῆς ἀπέλαμπε impers. Hom. сверкание шло от копья;
2 излучать (αὐγήν Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολάμπω: μελλ. -ψω, ἐκπέμπω λάμψιν, λάμπω, αἰχμῆς ἀπέλαμπ’ εὐήκεος (δηλ. φῶς) Ἰλ. Χ. 319, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρ. 1009· ἀστὴρ δ’ ὣς ἀπέλαμπεν Ἰλ. Ζ. 295, Ὀδ. Ο. 108: ― Μέσ., χάρις ἀπελάμπετο, ἐξέλαμπεν ἀπ. αὐτῆς, Ἰλ. Ξ. 183, πρβλ. Ὀδ. Σ. 298· χρυσοῦ ἀπολάμπεται, λάμπει ἐκ χρυσοῦ, Λουκ. π. Οἴκου 8· ἀστραπὴν Καλλίστρ. 895.
English (Autenrieth)
ipf. act. and mid.: give forth a gleam, be resplendent; τρυφάλεια, Il. 19.381, πέπλος, Il. 6.295; impers., ὣς αἰχμῆς ἀπέλαμπε, ‘such was the gleam from the spear,’ Il. 22.319; fig., χάρις ἀπελάμπετο, Od. 18.298.
Greek Monolingual
(Α ἀπολάμπω)
εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ.
Greek Monotonic
ἀπολάμπω: μέλ. -ψω, εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ από κάτι, λέγεται για το φως, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στη Μέσ., χάρις ἀπελάμπετο, η χάρη ακτινοβολούσε απ' αυτή, σε Όμηρ.
Middle Liddell
to shine or beam from a thing, of light, Il.; so in Mid., χάρις ἀπελάμπετο grace beamed from her, Hom.