παλέω
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
English (LSJ)
to be disabled, εἰ παλήσειε ὁ ναυτικὸς στρατός Hdt.8.21: elsewhere only in Hsch., παλήσειε· διαφθαρείη. ἐπάλησεν· ἐφθάρη. πεπαληκέναι· ἐκπεσεῖν. πεπαλημέναι· βεβλαμμέναι: also in shortened forms, πεπαλμένος· βεβλαμμένος, Id., Phot.; πεπαλκέναι λέγεται τὸ ἐκπίπτειν τὰ πλοῖα Id.
German (Pape)
[Seite 447] = παλαίω, nur παλήσειε, Her. 8, 21, v.l. παλαίσειεν, wo es »im Kampf unterliegen« bedeutet.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
c. παλαίω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλέω [~ ἐκπαλής?] alleen opt. aor. 3 sing. παλήσειε, schade lijden, averij oplopen.
Russian (Dvoretsky)
παλέω: ион. терпеть поражение в бою (εἰ παλήσειε ὁ ναυτικὸς στρατός Her.).
Greek Monolingual
παλέω (Α)
1. φθείρομαι, καταστρέφομαι
2. (κατά τον Ησύχ.) «παλήσειε
διαφθαρείη
ἐπάλησεν
ἐφθάρη. πεπαληκέναι
ἐκπεσεῖν. πεπαλημέναι
βεβλαμμέναι»
3. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) α) «πεπαλμένος
βεβλαμμένος»
β) «πεπαλκέναι λέγεται τὸ ἐκπίπτειν τὰ πλοῑα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. παλέω, κατά την επικρατέστερη άποψη, έχει σχηματιστεί κατ' απόσπαση από το συνθ. ρ. ἐκ-παλέω «εξαρθρώνομαι», παρ. του επιθ. ἐκ-παλής «εξαρθρωμένος» < ἐκ + -παλής (< πάλλω, πρβλ. αειπαλής, κληροπαλής)].
Greek Monotonic
πᾰλέω: γʹ ενικ. ευκτ. αορ. βʹ παλήσειε· φθείρομαι, καταστρέφομαι, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλέω: φθείρομαι, καταστρέφομαι, Ἡρόδ. 8. 21, εἰ παλήσειε ὁ ναυτικὸς στόλος. Ἕτεροι τύποι διατηροῦνται ἐν πολλαῖς γλώσσαις τοῦ Ἡσυχίου: «παλήσει· διαφθαρείη, ἐπάλησεν· ἐφθάρη, πεπαληκέναι· ἐκπεσεῖν, πεπαλημέναι· βεβλαμμέναι». Ὁ συντετμημένος τύπος «πεπαλμένος
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: only aor. opt. παλήσειε of a fleet which cannot fight (Hdt. 8,21; cf. Weber Glotta 25, 267ff.), ind. ἐπάλησεν ἐφθάρη and perf. πεπαληκέναι ἐκπεσεῖν, πεπαλημέναι βεβλαμμέναι H.; besides (as if from πάλλω) πεπαλμένος βεβλαμμένος, ἔξαρθρος γεγονώς H., πεπαλκέναι λέγεται τὸ ἐκπίπτειν τὰ πλοῖα Phot.
Derivatives: Besides ἐκπαλής dislocated (Hp., H.) with ἐκπαλ-έω to jump out of the joint, to disjoint (Hp.), ἐκπάλ-ησις, -εία f. dislocation (medic.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Perh. from πάλλω. The rare, mostly only lexically attested simplex can be a backformation from ἐκπαλέω, which was analyzed as ἐκ-παλέω, though it was a denominative of ἐκπαλ-ής pop. jumped out, from ἐκ-πάλλομαι jumt out as medic. expression of a dislocated member; s. πάλλω. - Furnée 149 connects words with βαλ-, which would show that the word is Pre-Greek.
Middle Liddell
πᾰλέω,
to be disabled, Hdt.
Frisk Etymology German
παλέω: {paléō}
Forms: nur Aor. Opt. παλήσειε von einer kampfunfähigen Flotte (Hdt. 8,21; vgl. Weber Glotta 25, 267ff.), Ind. ἐπάλησεν· ἐφθάρη und Perf. πεπαληκέναι· ἐκπεσεῖν, πεπαλημέναι· βεβλαμμέναι H.; daneben (wie von πάλλω) πεπαλμένος· βεβλαμμένος, ἔξαρθρος γεγονώς H., πεπαλκέναι λέγεται τὸ ἐκπίπτειν τὰ πλοῖα Phot.
Grammar: v.
Derivative: Daneben ἐκπαλής ausgerenkt (Hp., H.) mit ἐκπαλέω aus dem Gelenk springen, sich ausrenken (Hp.), ἐκπάλησις, -εία f. Ausrenkung (Mediz.).
Etymology: Wohl zu πάλλω. Das vereinzelt, meist nur lexikalisch belegte Simplex kann Rückbildung aus ἐκπαλέω sein, das als ἐκπαλέω aufgefaßt wurde, obwohl Denominativ von ἐκπαλής eig. ausgesprungen, von ἐκπάλλομαι ausspringen als mediz. Fachausdruck von einem ausgerenkten Glied; s. πάλλω.
Page 2,467