καταρκέω
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
to be fully sufficient, Χώρη οὐδεμία καταρκέει πάντα ἑωυτῇ παρέχουσα Hdt.1.32; ἐμοὶ δὲ φῶς ἓν ἡλίου καταρκέσει E.Rh.447; πρὸς τὰς παρασκευάς Jul.Or.1.29c: impers., it is enough, καταρκεῖ τοῦδε κεκλῆσθαι πατρός S.Fr.86.
German (Pape)
[Seite 1374] = simpl.; c. partic., Her. 1, 32; imperf., = ἀπόχρη, Soph. frg. 107; ἐμοὶ δὲ φῶς καταρκέσει Eur. Rhes. 447.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
suffire largement ; avec un part. suffire à faire qch.
Étymologie: κατά, ἀρκέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-αρκέω geheel voldoende zijn, met nom. en ptc.: χώρη οὐδεμία καταρκέει πάντα ἑωυτῇ παρέχουσα geen enkel land is volledig in staat in zijn eigen behoeften te voorzien Hdt. 1.32.8.
Russian (Dvoretsky)
καταρκέω: быть вполне достаточным: χώρη οὐδεμία καταρκέει πάντα ἑωυτῇ παρέχουσα Her. ни один край не является вполне самодовлеющим; ἐμοὶ φῶς ἓν ἡλίου καταρκέσει Eur. мне хватит одного дня; καταρκεῖ impers. Soph. достаточно.
Greek Monotonic
καταρκέω: μέλ. -έσω, είμαι ολότελα αυτάρκης, σε Ηρόδ., Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
καταρκέω: Ἰων. καὶ Τραγ., εἶμαι ἐντελῶς ἀρκετός, μετὰ μετοχ., χώρη οὐδεμία καταρκέει πάντα ἐωυτῇ παρέχουσα Ἡρόδ. 1. 32· ἐμοὶ δὲ φῶς ἓν ἡλίου καταρκέσει Εὐρ. Ρῆσ. 447·- ἀπροσ., εἶναι ἀρκετόν, ἀρκεῖ, ἐξαρκεῖ (ἀπόχρη), καταρκεῖ τοῦδε κεκλῆσθαι πατρὸς Σοφ. Ἀποσπ. 107.
Middle Liddell
fut. έσω
to be fully sufficient, Hdt., Eur.