προπηλακισμός

From LSJ
Revision as of 12:06, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπηλᾰκισμός Medium diacritics: προπηλακισμός Low diacritics: προπηλακισμός Capitals: ΠΡΟΠΗΛΑΚΙΣΜΟΣ
Transliteration A: propēlakismós Transliteration B: propēlakismos Transliteration C: propilakismos Beta Code: prophlakismo/s

English (LSJ)

ὁ, = προπηλάκισις (contumelious treatment), Hdt.6.73; ὕβρις καὶ λοιδορία καὶ π. D.18.12; ὁ τῆς δικαιοσύνης π. Aeschin.3.258: pl., προπηλακισμοῖς κολάζειν Pl.Lg.855b, etc.

German (Pape)

[Seite 740] ὁ, das Bewerfen mit Koth, od. das in den Koth treten, schimpfliche Behandlung, Beschimpfung; Her. 6, 73; Plat. Legg. IX, 855 b; Dem. u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
insulte, outrage.
Étymologie: προπηλακίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προπηλακισμός -οῦ, ὁ [προπηλακίζω] belediging.

Russian (Dvoretsky)

προπηλᾰκισμός: ὁ Her., Aesch., Plat., Dem. = προπηλάκισις.

Greek (Liddell-Scott)

προπηλᾰκισμός: ὁ, = τῷ προηγ., Ἡρόδ. 6. 73· ὕβρις καὶ λοιδορία καὶ πρ. Δημ. 229. 9· ὁ τῆς δικαιοσύνης πρ. Αἰσχίν. 90. 22· ἐν τῷ πληθ., προπηλακισμοῖς κολάζειν Πλάτ. Νόμ. 855Β, κτλ.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ προπηλακίζω
η προπηλάκισηὕβρις καὶ λοιδορία καὶ προπηλακισμός», Δημοσθ.).

Greek Monotonic

προπηλᾰκισμός: ὁ, = το προηγ., σε Ηρόδ., Δημ. κ.λπ.