ἐπανακρούω
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
poet. ἐπαγκρούω, put a ship back (v. ἀνακρούω), Hsch.: metaph., πάλιν ἐπαγκρούων Isyll.6:—Med., put back, Ar.Av. 648.
German (Pape)
[Seite 900] (κρούω), zurückstoßen. – Med., zurückkehren, δεῦρο Ar. Av. 848.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπανακρούω: ὠθῶ πλοῖόν τι πρὸς τὰ ὀπίσω (ἀνακρούω), «ἐπανακροῦσαι· εἰς τοὐπίσω χωρῆσαι. ἐπὶ τῶν κωπηλατοῦντων, ὅταν στρέψαντες τὴν πρύμναν ἐπανακρούωνται, ἵνα εἰς τοὐπίσω χωρήσῃ τὸ πλοῖον» Ἡσύχ.: - Μέσ., ἐπανάκρουσαι πάλιν, «ὑπόστρεψον ἐπὶ τοὐπίσω» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 648.
Greek Monolingual
ἐπανακρούω και ποιητ. τ. έπαγκρούω (Α) κρούω
1. ανακρούω, σπρώχνω με τα κουπιά ένα πλοίο προς τα πίσω
2. μέσ. γυρίζω κάτι πίσω, το επιστρέφω
3. αλλάζω γνώμη.