συνδιαγιγνώσκω

From LSJ
Revision as of 14:33, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιαγιγνώσκω Medium diacritics: συνδιαγιγνώσκω Low diacritics: συνδιαγιγνώσκω Capitals: ΣΥΝΔΙΑΓΙΓΝΩΣΚΩ
Transliteration A: syndiagignṓskō Transliteration B: syndiagignōskō Transliteration C: syndiagignosko Beta Code: sundiagignw/skw

English (LSJ)

join with one in determining or decreeing, ἐμὲ... ᾧ ξυνδιέγνωτε πολεμεῖν Th.2.64, cf. D.C.43.25; distinguish at the same time, Gal.5.625, UP2.6.

German (Pape)

[Seite 1007] (s. γιγνώσκω), mit als Richter entscheiden, Thuc. 2, 64.

French (Bailly abrégé)

décider avec : τινι et l'inf., avec qqn de.
Étymologie: σύν, διαγιγνώσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-διαγιγνώσκω, Att. ξυνδιαγιγνώσκω, samen (met...) besluiten om, met dat. en inf.

Russian (Dvoretsky)

συνδιαγιγνώσκω: вместе выносить определение, совместно решать (τινὶ ποιεῖν τι Thuc.).

Greek Monolingual

ΜΑ
αποφασίζω από κοινού με άλλον
αρχ.
ξεχωρίζω κάτι ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διαγιγνώσκω «διακρίνω, ξεχωρίζω, αποφασίζω»].

Greek Monotonic

συνδιαγιγνώσκω: μέλ. -γνώσομαι, συμμετέχω με άλλους ως κριτής στο να αποφασιστεί ή να κατακυρωθεί κάτι, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιαγιγνώσκω: ὁμοῦ μετά τινος ἀποφασίζω, συναποφασίζω, ἐμὲ δι’ ὀργῆς ἔχετε ᾧ καὶ αὐτοὶ ξυνδιέγνωτε πολεμεῖν Θουκ. 2. 64.

Middle Liddell

fut. -γνώσομαι
to join with others in determining or decreeing, Thuc.

Lexicon Thucydideum

consentire, to agree together, 2.64.1.