βριθύς

From LSJ
Revision as of 12:34, 22 October 2023 by Spiros (talk | contribs)

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρῑθύς Medium diacritics: βριθύς Low diacritics: βριθύς Capitals: ΒΡΙΘΥΣ
Transliteration A: brithýs Transliteration B: brithys Transliteration C: vrithys Beta Code: briqu/s

English (LSJ)

εῖα, ύ, heavy, ἔγχος Il.5.746, etc.; once in Trag., βριθύτερος A.Ag.200 (lyr.), cf. Id.Eleg.5, Q.S.3.540 (Comp.).

Spanish (DGE)

(βρῑθύς) -εῖα, -ύ
1 pesado, ἔγχος Il.5.746, ὁπλιτοπάλας A.Fr.353a, ῥόπαλον AP 11.158 (Antip.Thess.), λίθος Orph.A.493, δέμας Q.S.3.540, cf. A.D.Adu.157.12, Hsch.
2 fig. triste, amargo χείματος ... μῆχαρ βριθύτερον A.A.200.

German (Pape)

[Seite 464] εῖα, ύ, schwer, wuchtvoll, Hom. sechsmal, als Epitheton von ἔγχος, in der Form βριθύ, Versanfang, neben μέγα στιβαρόν, ἔγχος βριθὺ μέγα στιβαρόν Iliad. 5, 746. 8, 390. 16, 141. 802. 19, 388 Odyss. 1, 100. – Compar. βριθύτερος Aesch. Ag. 200.

French (Bailly abrégé)

εῖα, ύ;
lourd, pesant;
Cp. βριθύτερος.
Étymologie: cf. βρίθω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βριθύς -εῖα -ύ [βρι- ‘zwaar’] zwaar; ook overdr., d.w.z. moeilijk te accepteren.

Russian (Dvoretsky)

βρῑθύς: εῖα, ύ
1 тяжелый, тяжеловесный (ἔγχος Hom.; βάσταγμα Plut.);
2 тяжеловооруженный (ὁπλιτοπάλας Aesch.);
3 тяжкий, губительный (μῆχαρ Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

βρῑθύς: -εῖα, ύ, (βρῖ) βαρύς, σταθερός, ἔγχος Ἰλ. Ε. 746, κτλ. ἅπαξ μόνον παρὰ Τραγ., βριθύτερος Αἰσχύλ. Ἀγ. 200, πρβλ. Ἀποσπ. 447.

Greek Monolingual

βριθύς, -εῖα, -ύ (Α) βρίθω
βαρύς.

Greek Monotonic

βρῑθύς: -εῖα, -ύ, βαρύς, σταθερός, σε Ομήρ. Ιλ.· συγκρ. βριθύτερος, σε Αισχύλ. (πρβλ. βριᾰρός).

English (Autenrieth)

εῖα, ύ: heavy, ponderous.

Middle Liddell

[Cf. βριαρός.]
weighty, heavy, Il, Irreg. comp. βριθύτερος, Aesch.