ὀρθοέπεια

From LSJ
Revision as of 11:59, 18 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl.''Phdr.''" to "Pl.''Phdr.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθοέπεια Medium diacritics: ὀρθοέπεια Low diacritics: ορθοέπεια Capitals: ΟΡΘΟΕΠΕΙΑ
Transliteration A: orthoépeia Transliteration B: orthoepeia Transliteration C: orthoepeia Beta Code: o)rqoe/peia

English (LSJ)

ἡ, correctness of diction, Democr.20a, Pl.Phdr.267c, Phld.Rh.1.191 S., D.H.Dem.26, Quint.1.6.20.

German (Pape)

[Seite 374] ἡ, die grade, richtige Aussprache (recta locutio, Quint. 1, 6); Plat. Phaedr. 267 c; D. Hal. de vi Dem. 26. Diese grammatische Lehre behandelte Protagoras, Spengel artium scriptores p. 40 ff.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
langage ou style correct.
Étymologie: ὀρθός, ἔπος.

Russian (Dvoretsky)

ὀρθοέπεια:правильность речи, орфоэпия Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθοέπεια: ἡ, ὀρθότης ὕφους, λεκτικοῦ, Πλάτ. Φαῖδρ. 267C, πρβλ. Κοϊντιλ. 1. 6.

Greek Monolingual

η (Α ὀρθοέπεια)
η ορθή έκφραση του λόγου, η ορθή γλωσσική διατύπωση τών διανοημάτων, η τήρηση τών γραμματικών και συντακτικών κανόνων στον λόγο, προφορικό και γραπτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -έπεια (< -επής < ἔπος), πρβλ. καλλιέπεια].

Greek Monotonic

ὀρθοέπεια: ἡ (ἔπος), ορθότητα λόγου, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ὀρθο-έπεια, ἡ, ἔπος
correctness of diction, Plat.