τρίμοιρος
From LSJ
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
English (LSJ)
τρίμοιρον, threefold, triple, χλαῖνα A.Ag.872; three parts to one, Antyll. ap. Orib.10.13.13.
German (Pape)
[Seite 1144] dreitheilig, dreifach, χλαῖνα, Aesch. Ag. 846.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
triple.
Étymologie: τρεῖς, μοῖρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρίμοιρος -ον [τρι -, μοῖρα] driedelig, drievoudig.
Russian (Dvoretsky)
τρίμοιρος: (ρῐ) тройной (χλαῖνα Aesch.).
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που αποτελείται από τρία μέρη, τριπλός («τρίμοιρον χλαῖναν ἐξηύχει λαβών», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. δίμοιρος].
Greek Monotonic
τρίμοιρος: -ον (μοῖρα), τριπλός, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
τρίμοιρος: -ον, τριπλοῦς, τρίμοιρον χλαῖναν ἐξηύχει λαβὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 872.
Middle Liddell
τρί-μοιρος, ον, μοῖρα
threefold, triple, Aesch.