ἄχαλκος
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
English (LSJ)
ἄχαλκον, without brass, ἄχαλκος ἀσπίδων, i.e. ἄνευ ἀσπίδων χαλκείων S.OT191 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
1 carente de bronce, sin bronce c. gen. ἄ. ἀσπίδων falto de escudos de bronce de Ares cuando hay peste, S.OT 191.
2 sin moneda de cobre, sin blanca Gr.Naz.M.37.1180A.
German (Pape)
[Seite 417] ohne Erz, ἄχαλκος ἀσπίδων, ohne das Erz der Schilde, ohne eherne Schilde, Soph. O. R. 191.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 sans airain, sans cuivre : ἄχαλκος ἀσπίδων SOPH sans boucliers d'airain;
2 sans argent.
Étymologie: ἀ, χαλκός.
Russian (Dvoretsky)
ἄχαλκος: без меди, т. е. невооруженный (ἄ. ἀσπίδων Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄχαλκος: -ον, ἄνευ χαλκοῦ, ἄχαλκος ἀσπίδων, δηλ. ἄνευ χαλκῶν ἀσπίδων, Σοφ. Ο. Τ. 190· ― ἄνευ χρημάτων, ἄχαλκος καὶ ἄρραβδος καὶ μονοχίτων Γρηγ. Ναζ.
Greek Monolingual
ἄχαλκος, -ον (AM) χαλκός
ο μη χάλκινος
αρχ.
ο χωρίς χρήματα.
Greek Monotonic
ἄχαλκος: -ον, αυτός που δεν έχει χαλκό, ἄχαλκος ἀσπίδων, δηλ. ἄνευ ἀσπίδων χαλκείων, σε Σοφ.
Middle Liddell
without brass, ἄχαλκος ἀσπίδων, i. e. ἄνευ ἀσπίδων χαλκείων, Soph.