δακνώδης
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
English (LSJ)
δακνῶδες, biting, pungent, Hp. Aph.5.20, Gal.6.237; painful, Mich.in EN499.3.
Spanish (DGE)
-ες
1 medic. mordiente, punzante, irritante ἕλκεσι τὸ μὲν ψυχρὸν δακνῶδες Hp.Aph.5.20, δριμύτης Gal.6.237, cf. Steph.in Gal.239, ῥεῦμα Hp.Epid.1.26.5, φάρυγγες οὐ λίην δακνώδεες Hp.Epid.3.13, πυρετοὶ ... δακνώδεις τῇ χειρί fiebres mordientes al tacto Hp.Epid.6.1.14, περιττώματα Gal.6.240, λεπίδες Aët.2.59
•fig. τὸ προΐεσθαι τοῦ λαμβάνειν δακνωδέστερόν ἐστι Mich.in EN 499.3.
2 adv. -ῶς de modo mordiente o punzante δ. ἀλγοῦσι τὴν κεφαλήν Gal.15.688.
German (Pape)
[Seite 519] ες, beißend, reizend, Galen.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
mordant, piquant.
Étymologie: δάκνω, -ωδης.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰκνώδης: -ες, (εἶδος) δάκνων, δηκτικός, ἐρεθιστικός, ἐγγικτικός, Ἱπ.. Ἀφ. 1253, κτλ.
Greek Monolingual
δακνώδης, -ες (AM)
1. δηκτικός, τσουχτερός
2. επίπονος, επώδυνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δακνώδης -ες [δάκνω] bijtend.