πολυπειρία
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
ἡ, great experience, Th.1.71, Pl.Lg.811a, LXX Wi.8.8, D.S.5.1, Plu.Sol.2.
German (Pape)
[Seite 668] ἡ, viele oder große Erfahrung; καὶ πολυμαθία, Plat. Legg. VII, 819 a; Thuc. 1, 71; Sp., wie Plut. Sol. 2.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
grande expérience.
Étymologie: πολύς, πεῖρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυπειρία -ας, ἡ [πολύπειρος] grote ervaring.
Russian (Dvoretsky)
πολυπειρία: ἡ многоопытность, большой опыт Thuc., Plat., Plut.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ πολύπειρος
1. ευρεία εμπειρία, το να έχει κανείς πολλή πείρα, να έχει πολλές εμπειρίες
2. η γνώση που αποκτάται με την πείρα.
Greek Monotonic
πολῠπειρία: ἡ (πεῖρα), μεγάλη εμπειρία, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠπειρία: ἡ, πολλὴ πεῖρα, Θουκ. 1. 71, Πλάτ. Νόμ. 811A, κλπ.
Middle Liddell
πολῠ-πειρία, ἡ, πεῖρα
great experience, Thuc.