πονηρόφιλος
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
πονηρόφιλον, fond of bad men, π. ἡ τυραννίς Arist.Pol.1314a1.
German (Pape)
[Seite 680] böse od. schlechte Menschen liebend, Arist. pol. 5, 11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ami des méchants.
Étymologie: πονηρός, φίλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πονηρόφιλος -ον [πονηρός, φίλος] aangetrokken tot lieden van laag allooi.
Russian (Dvoretsky)
πονηρόφῐλος: любящий негодяев (ἡ τυραννίς Arst.).
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που αγαπά τους πονηρούς, φίλος τών πονηρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πονηρός + -φιλος (< φίλος), πρβλ. χρηστόφιλος].
Greek Monotonic
πονηρόφῐλος: -ον, αυτός που αγαπά τους πονηρούς, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
πονηρόφιλος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς κακοὺς ἀνθρώπους, φίλος τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων, πονηρόφιλος ἡ τυραννὶς Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 12. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 325.
Middle Liddell
πονηρό-φῐλος, ον,
fond of bad men, Arist.