ἀπροσπέλαστος
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
ἀπροσπέλαστον, unapproachable, Str.1.2.9, Plu.Ant.70.
Spanish (DGE)
-ον
1 intocable de pers., Apollon.Lex.5, Apio ad Hom.1, οἱ θεοί Sch.A.Th.795-796
•del veneno entregado por Neso a Deyanira que no debe ser tocado ἀπροσπέλαστον πυρός Sch.S.Tr.686P.
2 de lugares inaccesible τὰ περὶ τὸν πορθμὸν ἀπροσπέλαστα Str.1.2.9, del oráculo de Delfos por causa de la serpiente, Plu.2.414b, ἄκραι Poll.1.115, cf. Sch.Pi.P.1.40, Sch.A.R.1.574, Sch.Hes.Th.151, Hsch., c. dat. ἀπροσπέλαστον ἀνθρώπῳ ... τὸν τάφον Plu.Ant.70.
German (Pape)
[Seite 339] unnahbar, Strab. 1, 2 p. 20, von einem Hafen; Plut. Ant. 70.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inabordable.
Étymologie: ἀ, προσπελάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπροσπέλαστος:
1 к которому запрещено приближаться, заповедный (ἄλσος ἀπροσπέλαστον γυναιξίν Plut.);
2 неприступный (ἄβατος καὶ ἀ. τάφος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροσπέλαστος: -ον, ἀπλησίαστος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ πλησιάσῃ, Στράβ. 20, Πλουτ. Ἀντών. 70.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπροσπέλαστος, -ον) προσπελάζω
(κ. μτφ.) αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον πλησιάσει, απρόσιτος.
Greek Monotonic
ἀπροσπέλαστος: -ον (προσπελάζω), απρόσιτος, απλησίαστος, σε Στράβ., Πλούτ.
Middle Liddell
προσπελάζω
unapproachable, Strab., Plut.
Translations
untouchable
Bulgarian: недосегаем, неприкосновен; Catalan: intocable; Esperanto: netuŝebla; Finnish: koskematon; French: intouchable; German: unantastbar; Ancient Greek: ἄαπτος, ἀθίγγανος, ἄθικτος, ἀνέπαφος, ἀπρόσψαυστος, ἀπροσπέλαστος, ἀψηλάφητος; Hungarian: érinthetetlen; Italian: intoccabile; Polish: niedotykalny; Portuguese: intocável; Russian: неприкасаемый, неприкосновенный; Serbo-Croatian Cyrillic: недодѝрљив; Roman: nedodìrljiv; Spanish: intocable; Swedish: oantastlig; Telugu: అంటరాని